Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Ιστορίες απιστίας: η νταλίκα

Δεν ήθελε να κερατώσει τον άντρα της, ειλικρινά. Δεν είναι τέτοιος χαρακτήρας. Πρώτον, δεν το έχει ξανακάνει ποτέ και σε κανέναν και δεύτερον, ήταν ανέκαθεν απο τις γυναίκες που ήθελαν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά και να ζήσουν μία ήσυχη, ασφαλή και εντελώς νορμάλ ζωή και όχι να χοροπηδάνε απο γκόμενο σε γκόμενο, όπως έκαναν οι περισσότερες φίλες της για παράδειγμα, με τις οποίες τελικά έχασε κάθε επαφή. Ήθελε τον Πάνο της και το σπίτι της και την ησυχία της – αλλά οι γυναίκες που θέλουν την ησυχία τους δεν το κάνουν με αγνώστους σε δοκιμαστήρια. Καιαυτό είναι το μόνο που ξέρει.

Επίσης ξέρει το όνομα και το κινητό του αλλά σκοπεύει να τα ξεχάσει άμεσα. Με το που θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει στο σπίτι της θα ξαναβυθιστεί στη μιζέρια κι όλα όσα συνέβησαν στο δοκιμαστήριο θα είναι σαν να μην έγιναν ποτέ. Πριν καν ανοίξει την πόρτα. Τα κουτιά απο τα χριστουγεννιάτικα στολίδια είναι ακόμα στον διάδρομο της πολυκατοικίας και περιμένουν την υπηρέτρια να τα βάλει στη θέση τους, διότι οι μαντράχαλοι του σπιτιού κουράστηκαν πολύ να βλέπουν την υπηρέτρια να τους στολίζει και το δένδρο και δεν μπορούν να ασχοληθούν και με τα κουτιά, προςθεού! Της έρχεται να τα κλωτσήσει και να τα ποδοπατήσει και να σπείρει τα υπολείμματα στα κρεβάτια των μαντράχαλων αλλά είναι πολύ ωραία κουτιά κι είχε ξυπνήσει απο τα χαράματα για να τα προλάβει στο Lidl, άσε που ο ένας μαντράχαλος κοιμάται στο δικό της κρεβάτι. Και δεν έχει γυρίσει ακόμα.

Κοντεύει οκτώ, παραμονές χριστουγέννων και ο άντρας της δουλεύει ακόμα. Κι ευτυχώς που δουλεύει ακόμα. Μερικές φορές βέβαια μπαίνει στον πειρασμό να σκεφτεί ότι αν έμενε άνεργος και ο Πάνος σίγουρα δεν θα τους είχε φορτωθεί ο αδελφός του και θα είχαν τουλάχιστον γλυτώσει απο αυτό. Για τον πεθερό της δεν γινόταν κάτι διαφορετικό, θα έπρεπε να τον φροντίζουν με ή χωρίς δουλειά αλλά ο άνθρωπος έχει την σύνταξή του κι ένα σχετικά αξιοπρεπές ταμείο – για την ώρα. Ο Στάθης, απο την άλλη, είναι παντελώς άφραγκος κι έχει κι ένα παιδί να συντηρήσει και πρέπει να βά�ει επειγόντως μυαλό. Κοίτα ποιός μιλάει, βέβαια – αλλά δεν τα πάει άσχημα. Πέρασαν τρία λεπτά χωρίς να σκεφτεί το δοκιμαστήριο.

Ο Στάθης είναι παρκαρισμένος στο κομπιούτερ, με το τασάκι γεμάτο, τα σημάδια απο τα φλυτζάνια του καφέ το ένα πάνω στο άλλο, τα πιάτα απο το μεσημέρι στο τραπέζι του καναπέ, την τηλεόραση ανοιχτή, όλα τα φώτα του σαλονιού επίσης ανοιχτά και τα παράθυρα θεόκλειστα, για να ντουμανιάζει καλύτερα το σπίτι.

"Γιατί είσαι τόσο γάϊδαρος, ρε Στάθη;"
"Τι έκανα πάλι;"
"Άνοιξε κανένα παράθυρο, τουλάχιστον!"
"Ήθελε ο μπαμπάς να καθήσει στην τηλεόραση, θα κρύωνε…"

Να και το καρφί αλλά δεν θα τσιμπήσει. Όποιος κρυώνει ας ανάβει τα αερόθερμα. Λεφτά για πετρέλαιο δεν περισσεύουν φέτος, ειδικά για άφραγκα παράσιτα που περνάνε όλη μέρα τσατάροντας στα Facebook και βλέποντας τσοντοβίντεο.

Κι αν είχε κάμερα στο δοκιμαστήριο; Κι αν ο τύπος είχε βάλει το iphone να τραβάει; Κι αν ο Στάθης μια μέρα δει την κουνιάδα του να πρωταγωνιστεί στην τσόντα; Τρέχει στην κρεβατοκάμαρα, κλείνει την πόρτα και παίρνει μερικές βαθειές αναπνοές πριν αρχίσει να γδύνεται για να μπεί κάτω απο το ντους και να διώξει απο πάνω της ο,τι μπορεί να φύγει με ένα πλύσιμο. Κάνει μια στάση στον ολόσωμο καθρέφτη, όμως. Μήπως καταλάβει τι είδε ο άνθρωπος και όρμηξε στο δοκιμαστήριο.

Μια ημίγυμνη χαζή, αυτό είδε. Μιά καθυστερημένη γκόμενα που πήγε να ψωνίσει δώρα στο χαώδες Outlet κι αντί να ψάχνει για τους άλλους άρχισε να δοκιμάζει ρούχα, παπούτσια και εσώρουχα για τον εαυτό της, μπαινοβγαίνοντας σε εντελώς ανασφαλή δοκιμαστήρια, μέχρι που έγινε το λάθος και να'τη τώρα να προσπαθεί να σαπουνίσει τις ενοχές της μήπως και καθαρές την ενοχλούν λιγότερο.

Τι της ήρθε να γδυθεί εκεί μέσα; Γιατί της φάνηκε εντάξει το συγκεκριμένο δοκιμαστήριο; Με την πόρτα που δεν κλείδωνε; Ούτε καν το σκέφτηκε, είναι αλήθεια. Είχε πάθει κρίση μαλακίας κι είχε παρασυρθεί απο την εικόνα του εαυτού της με τα διάφορα σέξι συνολάκια για τα πάρτι που κανείς δεν έκανε φέτος κι αν δεν είχε συμβεί το κακό ακόμα εκεί θα ήταν, στοίχημα.

Το μοιραίο φόρεμα ήταν το χειρότερο απ' όλα. Ένα σκούρο κόκκινο και θεόστενο στράπλες που μπορούσε να μπεί μόνο απο κάτω και βεβαίως ζορίστηκε στην όπισθεν και ο τύπος άνοιξε την πόρτα ακριβώς σε εκείνη τη φάση. Το φόρεμα είχε ανέβει μέχρι τη μέση του κώλου της κι απο κει και πάνω ήταν ολόγυμνη. Και ψιλοκρύωνε. Και κουνιόταν σαν χαζό για να βοηθήσει το ανέβασμα. Κι επειδή σε καταστάσεις πανικού αντιδρά σαν γάτα που τυφλώθηκε απο τα φώτα της νταλίκας, δεν έκανε απολύτως καμία προσπάθεια να καλυφθεί. Κι επειδή τα φώτα της συγκεκριμένης νταλίκας ήταν πραγμα�ικά εκτυφλωτικά, πάει η γάτα.

Το λογικό ερώτημα σε αυτό το σημείο της υπόθεσης είναι το πόσες φορές στη ζωή σου μπορεί να ανοίξει ξαφνικά η πόρτα του δοκιμαστηρίου την ώρα που είσαι με το βρακί και να μπεί ένας άντρας με τον οποίο θα είχες ακριβώς την ίδια αντίδραση όπου κι αν τον συναντούσες. Θα ήθελες να γδυθείς και να ξεχάσεις που βρίσκεσαι, ποιά είσαι και τι σε περιμένει το βράδυ στο σπίτι. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι υπήρχε τέτοιος άντρας κι ίσως γι' αυτό τελικά να την πάτησε. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη για τη νταλίκα.

Η πόρτα του μπάνιου ανοίγει κι ο Πάνος βάζει μόνο το κεφάλι του. 

"Τι γίνεται;"
"Βγαίνω σε λίγο…"
"Είναι μπουρδέλο μέσα…"
"Μόλις γύρισα κι εγώ, Πάνο, δεν έχω προλάβει να κάνω τίποτα!"

Το κεφάλι αποσύρεται, η πόρτα κλείνει κι ένα κρύο ρεύμα την χτυπάει στο πρόσωπο. Πώς τα κατάφερε έτσι, ρε γαμώτο; Πώς έγινε και το σπίτι της δεν είναι σπίτι της; Πώς και γιατί κρύωσε τόσο η ζωή της; Πώς βρέθηκε να θέλει να κρυφτεί στο μπάνιο και να μην βγει μέχρι να γίνουν όλα έτσι όπως έπρεπε να είναι; Να έρχονται χριστούγεννα και να ψωνίζει δώρα με τον άντρα της και να γυρίζουν στο ωραίο και καθαρό σπίτι τους, να μαγειρεύουν μαζί, να τρώνε υπό τα φωτάκια του δένδρου και να χουχουλιάζουν αγκαλιασμένοι στον καναπέ – τόσα πολλά ζητάει; Κι αντί γι' αυτά τα απλά �αι απολύτως φυσιολογικά και ανθρώπινα πράγματα, παίρνει τον αρχαίο θεό στο δοκιμαστήριο, τον οποίο ούτε καν της πέρασε ποτέ απο το μυαλό να τον ζητήσει; Λίγο πριν τα σαράντα; Την εποχή που τελειώνουν οι δικαιολογίες και η ζωή της έπρεπε να είναι όπως ακριβώς την είχε σχεδιάσει; Τι έκανε λάθος, ρε γαμώτο;

Το κεφάλι της αρχίζει να βροντάει άσχημα. Καταπίνει ένα παυσίπονο, φοράει μια φόρμα, πιάνει τα μαλλιά της πάνω και βγαίνει απο την κρεβατοκάμαρα νιώθοντας τα πόδια της να ζυγίζουν κάμποσους τόνους το καθένα. Ο Πάνος έχει πετάξει το σακκάκι και τη γρα�! �άτα του στην τραπεζαρία, έχει βγάλει και τα παπούτσια του κι έχει ξαπλάρει στον καναπέ, με τα πόδια πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα μεσημεριανά πιάτα του Στάθη, ο οποίος έχει μετακινηθεί απο το κομπιούτερ στην τηλεόραση και βλέπει ειδήσεις μαζί με τον αδελφό του.

"Έλα, βρε Όλγα, τόσην ώρα περιμένουμε!" φωνάζει ο άντρας της χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του απο την τηλεόραση. "Θα φέρεις καμμιά μπύρα και κανένα μεζέ;"

Κάνει μεταβολή χωρίς να μιλήσει και ξαναγυρίζει στην κρεβατοκάμαρα. Το κινητό της είναι στο κομοδίνο της και δεν το σκέφτεται καθόλου. Κάθεται στ� κρεβάτι, βρίσκει τον αριθμό του και τον καλεί.

"Έλα", της λέει.

"Πού;"