Άρθρον του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
«Ξύπνα και γροίκησε, Αβραάμ, εκείνο
Όπου θέλει, Αφέντης οπού προσκυνού
Και τρέμουν οι αγγέλλοι. Θυσίαν άξαι
Και καλήν την σήμερον ημέρα.
Θέλει ο θεός και πεθυμά εκ τη δική σου
Χέρα. Δεν θέλει πλιό θυσίες αρνιώ ουδέ
Πράματα σφαγμένα, μα μια θυσία
Πεθυμά μεγάλην από σένα»
(Βιτσέντζου Κορνάρου, η θυσία του Αβραάμ, 5-10)
«Λάβε τον θιόν σου τον αγαπητόν, όν ηγάπησας, τον Ισαάκ και ανένεγκέ μοι αυτόν εις ολοκάρπωσιν εφ' έν των ορέων, ών αν σοι είπω…
Και λαβών ο Αβραάμ τον Ισαάκ απήει». Η υπόθεσις είναι γνωστή εκ της Γενέσεως και εκ του κρητικού θεατρικού έργου του Κορνάρου, το οποίον και αποκαλούμεν ημείς οι φιλόλογοι «μυστήριον». Μεταξύ όμως της Γραφής και του Κρητός ποιητού του ιζ αι. παρεμβάλλεται ο κατά τον στ' αι. γραφείς ύμνος του Ρωμανού του μελωδού και συν αυτώ εμμέσως μια ολόκληρη αυτοκρατορία με βαθιά ποτισμένον εντός της του αισθήματος της πίστεως. Ο Αβραάμ πριν ανέλθη εις το όρος αλλά και κατά την ώραν της θυσίας, ζεί ένα δράμα.
Έν αρχή ο Αβραάμ βασανίζεται με την ανθρώπινην αδυναμίαν της υστεριφημίας που θα αφήση φονέως και ουχί πατρός, ανισορρόπου ανδρός, εκστάντος των φρενών, λόγω γήρατος. Κατόπιν τον παίρνει το παράπονον πως θα σκοτώση το παιδί που εσπαργάνωσεν, την ελπίδα των γηρατείων του, αυτόν που θα του έκλεινε κατά τον θάνατον τα βλέφαρα. Και μέσα σ' όλα αυτά έρχεται και ο φόβος της αντιδράσεως της συζύγου. Ποια μάνα θ' αφήση το παιδί της να σφαγιασθή; Ο Αβραάμ φέρεται συγκινούμενος και σχηματίζων εν εαυτώ τας αντιρρήσεις της Σάρρας, τας οποίας εν τούτοις δεν αφίει να κά�ψουν την ευσεβήν καρδιάν του. Στην Γένεσιν ουδείς ρόλος ανετέθη εις την μητέρα Σάρρα. Αλλά ήτο δυνατόν ένας ποιητής σαν τον Ρωμανό να μην συμβιβάση την πιστότητα της ιεράς παραδόσεως με την ανθρώπινην ψυχολογίαν και να μην αποδώση το δράμα μιας μητέρας; Το μοιρολόι και το ξέσπασμα της Σάρρας δια τον Ισαάκ εις τον ύμνον του Ρωμανού, φανταστικώς ούτως όπως ο Αβραάμ εφαντάσθη τας αντιρρήσεις της είναι από τα πλέον συγκινητικά της εξάρσεως των μητρικών αισθημάτων του ανθρωπίνου πόνου.
Ιδού τι φαντάζεται ο γέρος Αβραάμ να του λέγη, ικετεύουσα να σφάξη αυτήν πρώτα και ύστερα το παιδί των: «Μη λείπη με και λύπη κτείνη με, σου αιτώμαι. Ροπήν εμού απόστηθι! Τούτον αγκάλαις λαμβάνω εγώ, πόνον γαστρός μου, κορεσθήναι γαρ ζητώ. Ει χρήζει θυσιών ο καλέσας σε, λάβη πρόβατον. Οίμοι τέκνον Ισαάκ, ει κατίδω σου επί γής αίμα εκχυνόμενον. Μη γένοιτο. Φονεύση με πρώτον, είθ' ούτως σε φονεύσει. Πρό σου την τεκούσαν, μετ' αυτήν σε τον τόκον».
Μήπως όμως το παιδί ηταν μόνον ιδικόν της; Ήτο και του Αβραάμ, αλλά ο θεός είναι ο ισχυρότερος των όλων. Τα υπόλοιπα μας τα παρουσιάζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εναργέστερα. «Και έθηκεν τα ξύλα επί τους ώμους του Ισαάκ και λαβών πύρ και μαχαίραν ανέβη επί το όρος…ο σοφός πρεσβύτης ποιεί βαστάζειν το θύμα τα ξύλα, ίνα το τύπον έχη του τον σταυρόν βασταζόντος Σωτήρος». Όπως ο Ισαάκ εφορτώθη τα ξύλα και εβάδισεν προς την θυσίαν εν γνώσει του πατρός Αβραάμ, ούτως και ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός έλαβεν τον σταυρόν του κατ' εντολήν του Πατρός Αυτού. Και ιδού όλον το νόη�α έμπροσθεν των οφθαλμών ημών. Όλοι, και οι πατέρες της εκκλησίας και οι υμνογράφοι και οι νεώτεροι ποιηταί εβάλθησαν να δείξουν τον ανθρώπινον πόνον, την βαρείαν ψυχικήν καταρράκωσιν των γονέων που τους εδόθη εντολή να σφαγιάσουν οι ίδιοι τον μονάκριβον υιόν των. Και τω όντι πονά κανείς αντικρύζων τον πόνον του Αβραάμ και της Σάρρας. Ας συλλόγισθή όμως κανείς τον πόνον του ιδίου του Πατρός και Θεού ημών να θυσιάση τον μονάκριβόν υιόν του, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν δια την σωτηρίαν μας. Ας ιδή τον πόνον του Αβραάμ και ας αναλογισθή την θυσίαν του ι�! �ίου του θεού, πόσον απέραντος και άνευ ανθρωπίνου λογικής είναι εν συγκρίσει μεταξύ των. Διότι και ο Αβραάμ εν τέλει δεν επροχώρησεν εις την θυσίαν του, διότι ο Θεός φιλεύσπλαχνος ών δεν τον άφησεν αλλά ο ίδιος εθυσίασεν τον υιόν Του στον σταυρόν αν και μπορούσε απείρως να μην το πράξη ποτέ. Τοσούτως μας ηγάπησεν.Ταύτην την ευαγγελίαν τυγχάνει να εορτάζωμεν την σήμερον ομού, την αναγγελίαν ότι ο Θεός συγκατατέθη να γίνη άνθρωπος, και την άπειρον αγάπη του Πατρός και Θεού να άρη τας αμαρτίας του κόσμου ημών.
Και προχωρούσαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ μόνοι προς τον τόπον του μαρτυρίου και λέγει ο παίς τω πατρί αυτού: «Πάτερ ιδού το πύρ και τα ξύλα. Πού εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν;» δια να του απαντήση εκείνος «Ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον». Λέγει δια τούτο ο ιερός Χρυσόστομος: «Φαντάσου τι έπαθεν εσωτερικώς ο Αβραάμ. Πως δεν του εκόπησαν τα γόνατα; Πώς δεν του διελύθησαν τα μέλη; Παρ' όλα αυτά «έλαβεν την μάχαιραν τη δεξιά χερί, ίνα σφάξη τον υιόν αυτού».
Δεν υπάρχουν λόγια με τα οποία να μπορεί κανείς να ειπή τα γεγενημένα ταύτα. Πού βρήκε δύναμη αυτό το χέρι να υψωθή, πώς δεν έπεσε αυτόχρημα κάτω ως μη δυνάμενο να πράξη ουδέν, ή πώς δεν έπεσε κάτω το μαχαίρι; Πώς δεν συνετρίβη όλος και δεν κατέρρευσεν ο Αβραάμ; Πώς ηύρεν δύναμιν να ιδή τον Ισαάκ δεδεμένον σαν αρνί; Πώς δεν έπεσεν κάτω νεκρός αίφνης; Πώς τα νεύρα του τον υπηρέτησαν; Υπάρχει άρα γε κανείς να φαντασθή την σκηνήν και να εξηγήση που ηύρεν την δύναμιν αυτήν ο Αβραάμ ή να περιγράψη τα όσα εσωτερικώς εβίωνε; Ας φαντασθή λοιπόν κανείς και τον ίδιον τον �εόν να βλέπη τον πολυαγαπημένον του υιόν και θεόν και αυτόν, να πάσχη επί του σταυρού χάριν της ανθρωπότητος. Ασύλληπτον το αισθάνεσθαι το πρώτον πόσον μάλλον το δεύτερον. Φρίττει ο νούς!
Ο Αβραάμ κατώρθωσε και νέκρωσεν τον άνθρωπον μέσα του. Διεκαίγετο από θείον πύρ. Επεθύμησεν να είναι αρεστός εις τον θεόν με κάθε κόστος ως δούλος αυτού παρά να απολαύση την όποιαν πρόσκαιρην ανθρώπινη ευδαιμονίαν του κόσμου τούτου του πρόσκαιρου. Η πληρωμή του; «Ήλθεν άνωθεν φωνή ελέου και φιλανθρωπίας γεμούσα και επέχει τον πατριάρχην όλον εγκείμενον όντα και έτοιμον προς την σφαγήν και φησί : Αβραάμ, Αβραάμ μη επιβάλης την χείρα σου επί το παιδάριον». Η φωνή του θεού η γεμούσα θείου ελέους και φιλανθρωπίας.
Ο στίχος του ποιητού της κρητικής αναγεννήσεως Βιτσέντζου Κορνάρου εις την προμετωπίδα είναι καθ' όλα αποκαλυπτικός. Δεν θέλει πλέον ο Θεός θυσίες αρνίων ούτε πράγματα εσφαγμένα, μα επιθυμεί θυσίες μεγάλες από εμάς. Και ποιες είναι αυτές; Το να απαρνηθώμεν τον πεπτωκότα άνθρωπον εντός μας. Εφ' όσον τούτο δεν πραγματοποιείται δεν πρόκειται να έλθη και το θείον έλεος εφ' ημάς. Δεν θυσιάζομεν τίποτα την σήμερον παρά μηδαμινά. Και νομίζομεν ούτως, ότι αξίζομεν τα καλύτερα δια να διάγη το ανθρώπινον σαρκίον μας ευτυχές. Είθε ο φιλεύσπλαχνος θεός να μην αξιώ�η, απαιτήση κατ' εντολήν Του μεγάλην θυσίαν και είθε να μακροθυμήση σπλαχνισθείς την αδυναμίαν μας μέχρις ότου αναζητήσομεν αφ' εαυτού ημείς το έλεος Του.
http://filologos-hermes.blogspot.com
Διαβάστε περισσότερα »
-φιλολόγου-
«Ξύπνα και γροίκησε, Αβραάμ, εκείνο
Όπου θέλει, Αφέντης οπού προσκυνού
Και τρέμουν οι αγγέλλοι. Θυσίαν άξαι
Και καλήν την σήμερον ημέρα.
Θέλει ο θεός και πεθυμά εκ τη δική σου
Χέρα. Δεν θέλει πλιό θυσίες αρνιώ ουδέ
Πράματα σφαγμένα, μα μια θυσία
Πεθυμά μεγάλην από σένα»
(Βιτσέντζου Κορνάρου, η θυσία του Αβραάμ, 5-10)
«Λάβε τον θιόν σου τον αγαπητόν, όν ηγάπησας, τον Ισαάκ και ανένεγκέ μοι αυτόν εις ολοκάρπωσιν εφ' έν των ορέων, ών αν σοι είπω…
Και λαβών ο Αβραάμ τον Ισαάκ απήει». Η υπόθεσις είναι γνωστή εκ της Γενέσεως και εκ του κρητικού θεατρικού έργου του Κορνάρου, το οποίον και αποκαλούμεν ημείς οι φιλόλογοι «μυστήριον». Μεταξύ όμως της Γραφής και του Κρητός ποιητού του ιζ αι. παρεμβάλλεται ο κατά τον στ' αι. γραφείς ύμνος του Ρωμανού του μελωδού και συν αυτώ εμμέσως μια ολόκληρη αυτοκρατορία με βαθιά ποτισμένον εντός της του αισθήματος της πίστεως. Ο Αβραάμ πριν ανέλθη εις το όρος αλλά και κατά την ώραν της θυσίας, ζεί ένα δράμα.
Έν αρχή ο Αβραάμ βασανίζεται με την ανθρώπινην αδυναμίαν της υστεριφημίας που θα αφήση φονέως και ουχί πατρός, ανισορρόπου ανδρός, εκστάντος των φρενών, λόγω γήρατος. Κατόπιν τον παίρνει το παράπονον πως θα σκοτώση το παιδί που εσπαργάνωσεν, την ελπίδα των γηρατείων του, αυτόν που θα του έκλεινε κατά τον θάνατον τα βλέφαρα. Και μέσα σ' όλα αυτά έρχεται και ο φόβος της αντιδράσεως της συζύγου. Ποια μάνα θ' αφήση το παιδί της να σφαγιασθή; Ο Αβραάμ φέρεται συγκινούμενος και σχηματίζων εν εαυτώ τας αντιρρήσεις της Σάρρας, τας οποίας εν τούτοις δεν αφίει να κά�ψουν την ευσεβήν καρδιάν του. Στην Γένεσιν ουδείς ρόλος ανετέθη εις την μητέρα Σάρρα. Αλλά ήτο δυνατόν ένας ποιητής σαν τον Ρωμανό να μην συμβιβάση την πιστότητα της ιεράς παραδόσεως με την ανθρώπινην ψυχολογίαν και να μην αποδώση το δράμα μιας μητέρας; Το μοιρολόι και το ξέσπασμα της Σάρρας δια τον Ισαάκ εις τον ύμνον του Ρωμανού, φανταστικώς ούτως όπως ο Αβραάμ εφαντάσθη τας αντιρρήσεις της είναι από τα πλέον συγκινητικά της εξάρσεως των μητρικών αισθημάτων του ανθρωπίνου πόνου.
Ιδού τι φαντάζεται ο γέρος Αβραάμ να του λέγη, ικετεύουσα να σφάξη αυτήν πρώτα και ύστερα το παιδί των: «Μη λείπη με και λύπη κτείνη με, σου αιτώμαι. Ροπήν εμού απόστηθι! Τούτον αγκάλαις λαμβάνω εγώ, πόνον γαστρός μου, κορεσθήναι γαρ ζητώ. Ει χρήζει θυσιών ο καλέσας σε, λάβη πρόβατον. Οίμοι τέκνον Ισαάκ, ει κατίδω σου επί γής αίμα εκχυνόμενον. Μη γένοιτο. Φονεύση με πρώτον, είθ' ούτως σε φονεύσει. Πρό σου την τεκούσαν, μετ' αυτήν σε τον τόκον».
Μήπως όμως το παιδί ηταν μόνον ιδικόν της; Ήτο και του Αβραάμ, αλλά ο θεός είναι ο ισχυρότερος των όλων. Τα υπόλοιπα μας τα παρουσιάζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εναργέστερα. «Και έθηκεν τα ξύλα επί τους ώμους του Ισαάκ και λαβών πύρ και μαχαίραν ανέβη επί το όρος…ο σοφός πρεσβύτης ποιεί βαστάζειν το θύμα τα ξύλα, ίνα το τύπον έχη του τον σταυρόν βασταζόντος Σωτήρος». Όπως ο Ισαάκ εφορτώθη τα ξύλα και εβάδισεν προς την θυσίαν εν γνώσει του πατρός Αβραάμ, ούτως και ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός έλαβεν τον σταυρόν του κατ' εντολήν του Πατρός Αυτού. Και ιδού όλον το νόη�α έμπροσθεν των οφθαλμών ημών. Όλοι, και οι πατέρες της εκκλησίας και οι υμνογράφοι και οι νεώτεροι ποιηταί εβάλθησαν να δείξουν τον ανθρώπινον πόνον, την βαρείαν ψυχικήν καταρράκωσιν των γονέων που τους εδόθη εντολή να σφαγιάσουν οι ίδιοι τον μονάκριβον υιόν των. Και τω όντι πονά κανείς αντικρύζων τον πόνον του Αβραάμ και της Σάρρας. Ας συλλόγισθή όμως κανείς τον πόνον του ιδίου του Πατρός και Θεού ημών να θυσιάση τον μονάκριβόν υιόν του, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν δια την σωτηρίαν μας. Ας ιδή τον πόνον του Αβραάμ και ας αναλογισθή την θυσίαν του ι�! �ίου του θεού, πόσον απέραντος και άνευ ανθρωπίνου λογικής είναι εν συγκρίσει μεταξύ των. Διότι και ο Αβραάμ εν τέλει δεν επροχώρησεν εις την θυσίαν του, διότι ο Θεός φιλεύσπλαχνος ών δεν τον άφησεν αλλά ο ίδιος εθυσίασεν τον υιόν Του στον σταυρόν αν και μπορούσε απείρως να μην το πράξη ποτέ. Τοσούτως μας ηγάπησεν.Ταύτην την ευαγγελίαν τυγχάνει να εορτάζωμεν την σήμερον ομού, την αναγγελίαν ότι ο Θεός συγκατατέθη να γίνη άνθρωπος, και την άπειρον αγάπη του Πατρός και Θεού να άρη τας αμαρτίας του κόσμου ημών.
Και προχωρούσαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ μόνοι προς τον τόπον του μαρτυρίου και λέγει ο παίς τω πατρί αυτού: «Πάτερ ιδού το πύρ και τα ξύλα. Πού εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν;» δια να του απαντήση εκείνος «Ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον». Λέγει δια τούτο ο ιερός Χρυσόστομος: «Φαντάσου τι έπαθεν εσωτερικώς ο Αβραάμ. Πως δεν του εκόπησαν τα γόνατα; Πώς δεν του διελύθησαν τα μέλη; Παρ' όλα αυτά «έλαβεν την μάχαιραν τη δεξιά χερί, ίνα σφάξη τον υιόν αυτού».
Δεν υπάρχουν λόγια με τα οποία να μπορεί κανείς να ειπή τα γεγενημένα ταύτα. Πού βρήκε δύναμη αυτό το χέρι να υψωθή, πώς δεν έπεσε αυτόχρημα κάτω ως μη δυνάμενο να πράξη ουδέν, ή πώς δεν έπεσε κάτω το μαχαίρι; Πώς δεν συνετρίβη όλος και δεν κατέρρευσεν ο Αβραάμ; Πώς ηύρεν δύναμιν να ιδή τον Ισαάκ δεδεμένον σαν αρνί; Πώς δεν έπεσεν κάτω νεκρός αίφνης; Πώς τα νεύρα του τον υπηρέτησαν; Υπάρχει άρα γε κανείς να φαντασθή την σκηνήν και να εξηγήση που ηύρεν την δύναμιν αυτήν ο Αβραάμ ή να περιγράψη τα όσα εσωτερικώς εβίωνε; Ας φαντασθή λοιπόν κανείς και τον ίδιον τον �εόν να βλέπη τον πολυαγαπημένον του υιόν και θεόν και αυτόν, να πάσχη επί του σταυρού χάριν της ανθρωπότητος. Ασύλληπτον το αισθάνεσθαι το πρώτον πόσον μάλλον το δεύτερον. Φρίττει ο νούς!
Ο Αβραάμ κατώρθωσε και νέκρωσεν τον άνθρωπον μέσα του. Διεκαίγετο από θείον πύρ. Επεθύμησεν να είναι αρεστός εις τον θεόν με κάθε κόστος ως δούλος αυτού παρά να απολαύση την όποιαν πρόσκαιρην ανθρώπινη ευδαιμονίαν του κόσμου τούτου του πρόσκαιρου. Η πληρωμή του; «Ήλθεν άνωθεν φωνή ελέου και φιλανθρωπίας γεμούσα και επέχει τον πατριάρχην όλον εγκείμενον όντα και έτοιμον προς την σφαγήν και φησί : Αβραάμ, Αβραάμ μη επιβάλης την χείρα σου επί το παιδάριον». Η φωνή του θεού η γεμούσα θείου ελέους και φιλανθρωπίας.
Ο στίχος του ποιητού της κρητικής αναγεννήσεως Βιτσέντζου Κορνάρου εις την προμετωπίδα είναι καθ' όλα αποκαλυπτικός. Δεν θέλει πλέον ο Θεός θυσίες αρνίων ούτε πράγματα εσφαγμένα, μα επιθυμεί θυσίες μεγάλες από εμάς. Και ποιες είναι αυτές; Το να απαρνηθώμεν τον πεπτωκότα άνθρωπον εντός μας. Εφ' όσον τούτο δεν πραγματοποιείται δεν πρόκειται να έλθη και το θείον έλεος εφ' ημάς. Δεν θυσιάζομεν τίποτα την σήμερον παρά μηδαμινά. Και νομίζομεν ούτως, ότι αξίζομεν τα καλύτερα δια να διάγη το ανθρώπινον σαρκίον μας ευτυχές. Είθε ο φιλεύσπλαχνος θεός να μην αξιώ�η, απαιτήση κατ' εντολήν Του μεγάλην θυσίαν και είθε να μακροθυμήση σπλαχνισθείς την αδυναμίαν μας μέχρις ότου αναζητήσομεν αφ' εαυτού ημείς το έλεος Του.
http://filologos-hermes.blogspot.com