Ιωάννη Παπανικολάου
Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου ε.τ.
«Ο Άρειος Πάγος ηυτοκτόνησεν», έγραφε ο δικηγόρος Αλέξανδρος Βαμβέτσος σε καυστικό άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» της 28/3/1965, σχολιάζοντας την 92/1965 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που αφορούσε πειθαρχικό αδίκημα του τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Κόλλια, σχετικά με τις παρεμβάσεις του στα έργα του ανακριτή της .....
υπόθεσης Λαμπράκη.
Έκτοτε φαίνεται, ότι ο Άρειος Πάγος δικαιολογεί τις μομφές για αυτοχειριασμό του μέσω ορισμένων αποφάσεών του. Ο ποιητικός λόγος του Καβάφη «χωρίς περίσκεψιν…..χωρίς αιδώ» ταιριάζει ως λυπηρός αφορισμός σε μερικές αποφάσεις των δικαστηρίων μας και δικαιώνει την ανάλογη χρήση του από τον επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Π¨αγου, Αθανάσιο Καφίρη στο εξώφυλλο του βιβλίου του «Η υπόθεση Πολκ – Στακτόπουλου».
Αφορμή, για μια ακόμη φορά, των θλιβερών αυτών διαπιστώσεων μου έδωσε η 208/2012 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Μία απόφαση που επικαιροποιεί και πάλι τη θέση του Ανάχαρσι, όπως μας τη μετέφερε ο Πλούταρχος: ΟΙ νόμοι, τα δικαστήρια και οι δίκες μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης, που μόνον ασήμαντα κουνούπια και μύγες αντέχει να συλλαμβάνει, ενώ οι ισχυροί και οι πλούσιοι, ασυγκράτητοι, καταξεσχίζουν αυτόν τον ιστό».
Ειδικότερα, η ποινική εμπλοκή πασίγνωστου πολιτικού για παράβαση καθήκοντος απασχόλησε πρόσφατα τα ΜΜΕ και έτυχε ευρείας δημοσιότητας ως προς την δικαστική της πορεία.
Η μελέτη της 943 – 944/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος καταδικάστηκε για την άνω πράξη, με κατέπληξε ευχάριστα. Από τις αρτιότερες που έχω διαβάσει στη μακρόχρονη (υπερτεσσαρακονταετή) υπηρεσία μου ως δικαστικός λειτουργός. Απόφαση ιδιαίτερα επιμελημένη με εκτενή, ειδική εμπεριστατωμένη και λίαν πειστική αιτιολογία εβδομήντα σελίδων. Άψογος δικανικός λόγος στην ανάλυση και σύνδεσή του. Άξιος να διδαχθεί ως πρότυπος στη Σχολή Δικαστών.
Επισημαίνω ότι η αρτιότητα των αιτιολογιών της εν λόγω απόφασης εκτείνεται και στην απόκρουση όλων των απολογητικών ισχυρισμών του κατηγορούμενου, αλλά και όσων προέβαλεν ο συνήγορός του κατά την αγόρευσή του, όπως καταχωρίστηκαν στα πρακτικά της δίκης, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό τους ως αυτοτελών ή μη. Εύλογα η άνω απόφαση του Εφετείου δεν αφήνει, κανένα περιθώρια άσκησης αναίρεσης κατ΄αυτής για παντελή έλλειψη αιτιολογίας.
Και όμως το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, κατόπιν αναίρεσης του κατηγορούμενου, ανήρεσε την 943 – 944/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με παραδοχή αναιρετικού λόγου, ήτοι προβλεπόμενου από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 139 και 510 παρ 1δ Κ.Π.Δ. ( απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου χωρίς αιτιολογία). Πράγματι, κατά τις διατάξεις αυτές η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλ΄ επίσης να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ή του �υνηγόρου του, οι οποίοι προβάλλονται ορισμένως στο δικαστήριο της ουσίας (Κ.Π.Δ. 170 παρ. 2 και 333 παρ.2). Εφόσον υπάρχει σαφής και πλήρης αιτιολογία για την παραδοχή ή απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι νομικά αδιάφορο, κατά στοιχειώδη, άλλωστε έλλογη σκέψη, αν εντελώς περιττά χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο της ουσίας ο ισχυρισμός αυτός εσφαλμένα ως «αρνητικός» της κατηγορίας, δηλαδή ως μη αυτοτελής.
Εν προκειμένω, η 208/2012 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγο, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος στην απολογία του και ο συνήγορός του στην αγόρευσή του, πρόβαλαν παραδεκτώς και με τρόπο ορισμένο και σαφή τον αυτοτελή ισχυρισμό της συγγνωστής νομικής πλάνης του αναιρεσείοντος (κατηγορούμενου), σύμφωνα με την ΠΚ 31 παρ. 2. Ακολούθως, ο Άρειος Πάγος δέχεται, ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου και ειδικότερα από το σκεπτικό της, εκτεινόμενο στις σελίδες 61 έως και 65, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του («αντιμετώπισε») τον ισχ�ρισμό του κατηγορούμενου για συνδρομή στο πρόσωπό του συγγνωστής νομικής πλάνης ως προς όλα τα αποτελούντα αυτόν περιστατικά και ότι περιέλαβε στο ίδιο σκεπτικό και στις άνω πέντε σελίδες του εκτιμήσεις και αιτιολογίες, όπως ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να ακολουθήσει το πρώτο σκέλος της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας «με τις οποίες αντικρούει τα όσα εκτέθηκαν από τον ανερεσείοντα».
Ακολούθως ο Άρειος Πάγος με την επόμενη σκέψη της ίδιας απόφασής του δέχεται αντιφατικά (αυτοαναιρετικά) ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απορρίπτει τον προαναφερόμενο αυτοτελή ισχυρισμό «χωρίς να περιέχει καμία αιτιολογία» με την εκ του αποτελέσματος πρωτοφανή νομική και λογική παραδοξολογία, ότι η σχετική αιτιολογία της απόφασης του Εφετείου (αποτυπούμενη σε πέντε ολόκληρες σελίδες) δεν λαμβάνεται υπόψη, δηλαδή διαγράφεται, θεωρούμενη ως μη γεγραμμένη, με την επινόηση φανταστικού δικαιϊκού δημιουργήματος (πλάσματος), επειδή το Εφετείο, όπως δέχεται επί λ�ξει η αρεοπαγιτική «αντιμετώπισε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου όχι ως αυτοτελή ισχυρισμό…. Αλλά ως άρνηση της κατηγορίας».
Έτσι ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά νομολογεί ως κύρωση του περιττού χαρακτηρισμού από το Εφετείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού ως «άρνηση», την «εξαφάνιση» της αιτιολογίας που τον απορρίπτει, ανεξάρτητα αν αυτή είναι πλήρης, σαφής, ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτεί το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος.
Κάτι το πολύ σημαντικό: Η αγνόηση από τον Άρειο Πάγο της εν λόγω αιτιολογίας του Εφετείου με το προεκτιθέμενο «πλάσμα» συνιστά παραβίαση της θεμελιακής δικαιϊκής αρχής της δίκαιης και έντιμης δίκης, που πανηγυρικά κατοχυρώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δηλαδή, ένας κανόνας ο οποίος ισχύει πάνω από τους νόμους του ελληνικού κράτους.
Αν, μάλιστα, η σχολιαζόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου παρέθετε, κατ΄ αντιγραφή, τις παραδοχές Εφετείου (σελίδες 61 έως και 68 του σκεπτικού της και όχι 61 έως 65 όπως αναληθώς βεβαιώνει η αρεοπαγιτική), με τις οποίες απορρίφθηκε στην ουσία του, με πλήρη, ειδική ο αναγνώστης της, έστω και με στοιχειώδεις νομικές γνώσεις, εκτός από την αδικαιολόγητη αναίρεση, είναι βέβαιο, κατά τη γνώμη μου, ότι θα αισθανόταν την αγανάκτηση που γεννά μια δικαστική αυθαιρεσία λειτουργούσα υπέρ επώνυμου ισχυρού πολιτικού.
Η ανάγνωση των δύο αποφάσεων (Εφετείου και Αρείου Πάγου) μου επαναφέρει στη μνήμη, στα πλαίσια ενός αυθόρμητου συνειρμού, ένα περιστατικό όπως το ιστορεί επικριτικά ο Κώστας Μπέης στο βιβλίο του « Η Ελλάδα που αγάπησα, η Ελλάδα της χρεοκοπίας» (σελ.203). Συγκεκριμένα αναφέρεται σε δικαστικό λειτουργό, φίλο και συμφοιτητή του (μετέπειτα αρεοπαγίτη), ο οποίος παρορμητικά φερόμενος παρασύρθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων και εκστόμισε την αδόκητη όσο και ειλικρινή κορόνα: «Σύνταγμα; Τι πάει να πει Σύνταγμα. Σύνταγμα είναι ό,τι πει � Άρειος Πάγος ότι είναι Σύνταγμα!».
Δεν ήμουν παρών στο ιστορούμά και τα όσα έζησα, έπαθα και έμαθα ως δικαστής, με τη φράση του Εμμανουήλ Ροϊδη στον επίλογο του βιβλίου του»Πάπισσα Ιωάννα»:
Τα πιστεύω γιατί είναι απίστευτα!
http://www.kentri.gr/i