Όταν έχεις μάθει να ζεις τα πάντα δυνατά κι ολόκληρα, η βιασύνη της Αθήνας σε πνίγει.
Ο χρόνος ο κενός, εκείνος που χωράει τα συναισθήματα ολόκληρα, όλο μικραίνει.
Δεν είναι ότι η κρίση μάς κάνει να δουλεύουμε περισσότερο και ξεβολευόμαστε. Είναι πως μας κλέβει κι άλλο από εκείνον τον κενό, τον ελεύθερο χρόνο που χρειάζεσαι για να νιώσεις.
Και στην Αθήνα αυτό είναι.....
ανυπόφορο γιατί και πριν την κρίση ο χρόνος ήταν λιγότερος από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα.
Αν προσθέσεις κι όλο αυτό το δήθεν που τριγυρνάει απ' άκρη σ' άκρη της πόλης και επιβάλλει να είσαι κουλ, τότε οι δυνατότητες ανθρώπινης έκφρασης κι αγάπης μειώνονται στο ελάχιστο.
Όπως στον στρατό που, παρόλο που τα συναισθήματα είναι εντονότερα γιατί είσαι μακριά από τους ανθρώπους σου, δεν μπορείς να κλάψεις, δεν έχεις τις ιδιωτικές σου στιγμές για να τις κοινωνήσεις με όσους αγαπάς.
Δεν σ' αφήνει η πόλη να κλάψεις στον δρόμο γιατί γύρω σου όλοι κλαίνε και υπάρχει μια συγκεντρωμένη μιζέρια και απελπισία. Το κλάμα σου είναι σαν τις σταγόνες του νερού της βροχής, ίδιο κι απαράλαχτο με όλων των άλλων. Γύρω σου κανείς δεν θέλει να σε ρωτήσει γιατί κλαις, δεν σου πιάνει το χέρι αν σκοντάψεις. Έτσι κι εσύ το παίρνεις απόφαση, λες πως δεν θα ξανακλάψεις στον δρόμο, δεν θα χαρίσεις χαμόγελο, δεν θα αγκαλιάσεις σφιχτά, παρά μόνο συμβατικά και ξόφαλτσα.
Τα χρόνια στην επαρχία, τα στέκια, οι φίλοι, οι απέραντες εκτάσεις της μέρας που δεν τελείωνε δίχως μια σημαντική στιγμή, ακόμα κι εκείνα τα ταξίδια στην Αθήνα που γίνονταν πάντα νύχτα και δεν αναγκαζόσουν να τρως το γκρίζο καθημερινό της χρώμα, τώρα λείπουν. Και η απουσία τους είναι πιο δυνατή κι από τους μισθούς που δεν θα πάρουμε, κι από το σκατό μας που θα το κάνουμε παξιμάδι για να επιβιώσουμε.
Στη φτώχεια μεγαλώσαμε και τα διαλείμματα στην άνεση δεν μας άλλαξαν κι ούτε θα μας αλλάξει η φτώχεια που ζούμε πάλι απ' την αρχή.
Αλλά ρε Αθήνα, πόσο ξενέρωτη είσαι ρε γαμώτο την εποχή της κρίσης. Δυο ανατριχίλες μάς χάρισες στις πρώτες συνελεύσεις του Συντάγματος και στην αλληλεγγύη στις επιθέσεις της χούντας που ζούμε και μετά έπεσες και κοιμήθηκες περιμένοντας να πεθάνεις. Σέρνεις τον χορό των φραγκάτων που ζουν στα προάστια κι έχεις εκατομμύρια ζόμπι να έχουν χάσει το παιχνίδι της ζωής τους εδώ κάτω.
Στο ξαναλέω, η φτώχεια δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πως τα ζόμπι δεν κάνουν έρωτα, δεν επαναστατούν, δεν κλαίνε στους ώμους των φίλων τους κι έτσι δεν μπορούν να ξορκίσουν τον θάνατο.
Τον χρόνο να λαβώσουν δεν μπορούν.
Γράφει ο blogger Μόλις ξύπνησα…
RAMNOUSIA