Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

ΕΝΤΕΚΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΥΣ «ΛΗΣΤΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ»

Έντεκα Έλληνες με αρχηγό έναν γνωστό άνθρωπο της νύχτας αποτελούσαν τη διαβόητη συμμορία των «ληστών με τις βαριοπούλες», που πραγματοποίησαν δεκάδες επιθέσεις με συνολική λεία πάνω από 2 εκατ. ευρώ. Η συμμορία εξαρθρώθηκε...
ύστερα απ� πολύμηνες έρευνες του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά της Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, και όπως αποδείχτηκε η πολυμελής σπείρα των σκληρών κακοποιών επί διετία τουλάχιστον διέπραττε, με διαφορετική σύνθεση κάθε φορά, ένοπλες ληστείες με βαρύ οπλισμό σε τράπεζες, ταχυδρομεία, χρηματαποστολές, καθώς και κλοπές χρημάτων από ΑΤΜ και οχημάτων στην Αττική και σε διάφορες περιοχές της επικράτειας, όπως στην Πάτρα, στη Λευκάδα, στην Πρέβεζα, στο Αγρίνιο, στη Λάρισα και στην Καλαμάτα.

Μέλη της εγκληματ! ικής οργάνωσης, κατά τη διάρκεια της δράσης της, ήρθαν αντιμέτωπα τρεις φορές με αστυνομικούς στην Ηλιούπολη και τη Γλυφάδα Αττικής, καθώς και στην Καλαμάτα, χρησιμοποιώντας βαρύ οπλισμό. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις πυροβόλησαν με καλάσνικοφ και πιστόλια, με ομαδικά πυρά, τραυματίζοντας σοβαρά τρεις αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια αναζητήσεων, ύστερα από ληστεία τράπεζας στην Καλαμάτα, τη Δευτέρα μετά τις εκλογές.

Συνολικά, για τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση έχουν συλληφθεί, μέχρι στιγμ�ς, τέσσερις ημεδαποί (ηλικίας 46, 41, 25 και 33 ετών), ενώ αναζητούνται άλλοι επτά γνωστοί ημεδαποί. Η σπείρα είχε δομημένη οργάνωση με διακριτούς ρόλους των μελών της, με ηγετικά στελέχη, επιτηρητές, τσιλιαδόρους, συντονιστές της μεταξύ τους επικοινωνίας, εκτελεστικά μέλη κ.ά. Προκειμένου να εξασφαλίζουν τη μετάβαση και τη διαφυγή τους από και προς τους τόπους των ληστειών και των κλοπών έκλεβαν διάφορα οχήματα, στα οποία τοποθετούσαν πλαστές πινακίδες. Επίσης, στο πλαίσιο της οργανωμένης δράσης τους ενοικίαζαν διαμερίσματα και άλλους χώρους σε διάφορε�! � περ ιοχές της Ελλάδας όπου έκρυβαν τον εξοπλισμό τους (οπλισμό, βαριοπούλες, φιάλες οξυγόνου, κράνη, είδη ρουχισμού, κλεμμένα οχήματα κ.λπ.).