Είμαι εδώ, εδώ είναι η πατρίδα μου. Με λένε Οδυσσέα, Προμηθέα, Οιδίποδα, Ορέστη, Αντι�όνη, Υπατία, ή όπως αλλιώς θες να με ονομάσεις. Εσύ είχες φύγει.
Καιρός να γυρίσεις...
Πασσαλώθηκα στον Καύκασο, αποκτώντας συνείδηση. Δεν υποτάχτηκα, παρά συμβιβάστηκα με το πνεύμα. Με είπαν Προμηθέα. Έλ! ληνα Προμηθέα...
Προτίμησα το φως της γνώσης και ας είναι να με τυφλώσει τα χωμάτινα μάτια μου. Δεν ατίμασα το γοργοπέρασμά μου και δεν το νόθεψα με κανένα ψέμα. Με είπαν Οιδίποδα. Έλληνα Οιδίποδα.
Νίκησα όλους τους δαίμονες και όλα τα τέρατα που στήνει το υποσυνείδητο του ανθρώπου. Τον εξιλέωσα από τους φόβους του. Ανέσυρα όλα τα όπλα της σοφίας για να πολεμήσει και να νικήσει τα πάθη του, να δαμάσει σεβόμενος την φύση και να φτάσει στην Ιθάκη του. Με είπαν Οδυσσέα. Έλληνα Οδυσσέα.
Από τον Καύκασο, τον Κολω�ώ, την Ιθάκη έδειξα στον άνθρωπο τον δρόμο... Αυτός τον νόησε, τον ανόησε, τον αγνόησε και τέλος τον παρανόησε. Τον παρανόησε διττά. Αφενός τον παρερμήνευσε αφετέρου δε, νόμισε πως με την τεχνολογία, θα μπορέσει να ανταλλάξει το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Ψάχνεις να βρεις τι θα σου έλεγα αν ήμουν εδώ κοντά σου. Τώρα που οι όφις και οι σκορπιοί σε έζωσαν. Δεν θα γυρίσω ποτέ. Και δεν θα γυρίσω, επειδή ποτέ δεν έφυγα. Τούτος είναι ο τόπος μου. Φτιαγμένος από την πέτρα, την θάλασσα και το φως. Εσύ δεν μπορούσες να με δεις.
Με είδε ο Σολωμός, καθισμένος σε μια πέτρα, στο ακρογιάλι της Ζακύνθου, με τα μάτια καρφωμένα στο Μοριά και τα αυτιά του να βουίζουν από τις μπόμπες του Μεσολογγιού.
Με είδε ο Καβάφης μέσα στην πολυπολιτισμική "πόλει της Οσροηνής", στον υπέροχο Ρέμωνα, ω σαν την απομίμηση του Πλατωνικού Χαρμίδη.
Με είδε ο Παλαμά� στον "θάνατο των αρχαίων", ω σαν μια νέα ζωή.
Με είδε ο Σεφέρης σαν ένα μυθιστόρημα, σαν τον ξενιτεμένο που γύρισε στο σπίτι του και δεν το αναγνωρίζει έτσι που του το καταντήσανε.
Με είδε ο Ελύτης, σαν τους παλιούς του φίλους που ζητά να δει ξανά.
Με είδε πάνω από όλα ο Κάλβος σε όλες τις ωδές του.
Μα εσύ δεν τους άκουσες, δεν τους διάβασες, δεν ήθελες να με δεις, μα ήθελες να με φανταστείς. Όμως εγώ δεν είμαι φαντασία. Είμαι η ζωή. Είμαι οι μαινάδες και οι νύμφες στα δάση, είμαι οι νηρηίδες της θάλασσας, ο γερό Πρωτέας στον φάρο της Αλεξάνδρειας! , οι � �έρηδες του Αίολου, η τροφή της γης, οι ήχοι της φύσης, η ανθρώπινη σοφία, ο έρωτας, το μίσος, η τέχνη...
Είμαι εδώ, εδώ είναι η πατρίδα μου. Με λένε Οδυσσέα, Προμηθέα, Οιδίποδα, Ορέστη, Αντιγόνη, Υπατία, ή όπως αλλιώς θες να με ονομάσεις. Εσύ είχες φύγει. Καιρός να γυρίσεις...
Με είδε ο Σολωμός, καθισμένος σε μια πέτρα, στο ακρογιάλι της Ζακύνθου, με τα μάτια καρφωμένα στο Μοριά και τα αυτιά του να βουίζουν από τις μπόμπες του Μεσολογγιού.
Με είδε ο Καβάφης μέσα στην πολυπολιτισμική "πόλει της Οσροηνής", στον υπέροχο Ρέμωνα, ω σαν την απομίμηση του Πλατωνικού Χαρμίδη.
Με είδε ο Παλαμά� στον "θάνατο των αρχαίων", ω σαν μια νέα ζωή.
Με είδε ο Σεφέρης σαν ένα μυθιστόρημα, σαν τον ξενιτεμένο που γύρισε στο σπίτι του και δεν το αναγνωρίζει έτσι που του το καταντήσανε.
Με είδε ο Ελύτης, σαν τους παλιούς του φίλους που ζητά να δει ξανά.
Με είδε πάνω από όλα ο Κάλβος σε όλες τις ωδές του.
Μα εσύ δεν τους άκουσες, δεν τους διάβασες, δεν ήθελες να με δεις, μα ήθελες να με φανταστείς. Όμως εγώ δεν είμαι φαντασία. Είμαι η ζωή. Είμαι οι μαινάδες και οι νύμφες στα δάση, είμαι οι νηρηίδες της θάλασσας, ο γερό Πρωτέας στον φάρο της Αλεξάνδρειας! , οι � �έρηδες του Αίολου, η τροφή της γης, οι ήχοι της φύσης, η ανθρώπινη σοφία, ο έρωτας, το μίσος, η τέχνη...
Είμαι εδώ, εδώ είναι η πατρίδα μου. Με λένε Οδυσσέα, Προμηθέα, Οιδίποδα, Ορέστη, Αντιγόνη, Υπατία, ή όπως αλλιώς θες να με ονομάσεις. Εσύ είχες φύγει. Καιρός να γυρίσεις...
Πηγή