Σε περιόδους σαν και αυτήν που διανύουμε, το πιο επικίνδυνο σύμπτωμα, ως αποτέλεσμα των επώδυνων δοκιμασιών που περνάμε – τρίτο ήδη χρόνο –, είναι η αγανάκτηση και η απογοήτευση, η κόπωση και η απελπισία, ο θυμός και η παρορμητικότητα. Όπως γίνεται φανερό, κανένα από αυτά τα συμπτώματα δεν προσφέρεται για μια σοβαρή α�τιμετώπιση της ακραίας μας καθημερινότητας. Τόσο σε πολιτικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, όλοι μοιάζουν να έχουν παραιτηθεί. Τρία ολόκληρα χρόνια, το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν για να αντιμετωπίσουν την κρίση, ήταν να κόψουν αλλεπάλληλες φορές, σκανδαλωδώς και θρασύτατα, μισθούς και συντάξεις των περισσότερο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων, οδηγώντας τα στην εξαθλίωση και την παραίτηση. Τώρα το πώς η ταπείνωση και η απογοήτευση ενός λαού θα φέρουν την ανάπτυξη, κανείς δεν το ξέρει. Όπως και κανείς δεν φαίνεται να ξέρει το πώς θα ξεμπερδέψουμε από αυτό! ν τον φαύλο κύκλο με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Παρακολουθούμε τις αναταράξεις του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο καταρρέει. Μέσα σε αυτό το σκηνικό αποσύνθεσης του παλαιοκομματισμού, οι δυνάμεις που επιβιώνουν δεν διαθέτουν εκείνη την αναγκαία δυναμική ανατροπής που θα καταφέρει να αλλάξει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Πρόσφατα, στον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, το πλειοψηφούν κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δίχως τη βοήθεια κανενός, επιβεβαίωσε στην ουσία αυτό που υποψιάζονταν όλοι όσοι το εμπιστεύονται: ότι αποτελεί μια αντιπολίτευση η οποία τρέμει στην προοπτική να γίνει κυ�έρνηση. Όπως γίνεται φανερό, αυτή η αδυναμία πειστικής εναλλακτικής λύσης δημιουργεί κλίμα απαισιοδοξίας, αδιεξόδου και παραίτησης. Μέσα σε ένα περιβάλλον κατάρρευσης και αδυναμίας αντίδρασης στις εξελίξεις, είναι φυσικό να παρατηρούνται φαινόμενα ομαδικής κατάθλιψης.
Η ψυχολογική παραίτηση από το αύριο, η παντελής έλλειψη προοπτικής, η βεβαιότητα της αποτυχίας, η έντονη αίσθηση του αδιεξόδου δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα απελπισίας και θυμού. Η κοινωνία έχει φτάσει στο σημείο να αυτοτραυματίζεται πλέον από απελπισία, μέσα από διάφορες εκδηλώσεις αλλά και πολιτικές ακρότητες οι οποίες δυναμιτίζουν την κοινοβουλευτική ζωή του τόπου.
Ο λαός, αντιδρώντας λιγότερο ή περισσότερο στη νέα πραγματικότητα στην οποία τον προσγείωσαν ανώμαλα, έδειξε με τον δικό του τρόπο την απόφασή του να φανεί καρτερικός, να κάνει υπομονή, να σηκώσει το βάρος των θυσιών ακόμα και των παράλογων και άδικων απαιτήσεων. Το μόνο που ζήτησε, ήταν μια νέα προοπτική, ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αρχή – έστω και δύσκολη. Ωστόσο, δεν του έδωσαν τίποτα! Του τα πήραν όλα και δεν του έδωσαν τίποτα απολύτως! Έτσι, οι επικλήσεις για υπομονή και οι εξευτελιστικοί πολιτικαντισμοί παίρνουν πλέον διαστάσεις πολιτι�ής προδοσίας. Τα ψέματα έχουν μια διάρκεια κι ένα τέλος. Καθώς φαίνεται, ήρθε ο καιρός να σταθούμε αντιμέτωποι με τις επώδυνες αλήθειες που μας περιμένουν, ταπεινωμένοι και καθημαγμένοι.
Ο λαός, με τις όποιες του ευθύνες, ανέλαβε το κόστος τους, όπως ήταν αναμενόμενο, όπως κάνει πάντα – όπως τον οδηγεί το βαθύτατο ένστικτο της αυτοσυντήρησής του. Ο λαός – ένας λαός με ρίζες βαθιές στο παρελθόν, που διατήρησε μαζί με τα ελαττώματά του μια γλώσσα η οποία μιλιέται αδιάλειπτα πέντε χιλιάδες χρόνια, με ό,τι αυτό σημαίνει, και σημαίνει πολλά – δικαιούταν μια καλύτερη τύχη, μια τύχη που του τη στέρησε η κομματοκρατία, η οικογενειοκρατία και οι φορτικές εξαρτήσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες με την όχι πάντα διακριτική του� παρουσία… φρόντιζαν για το μέλλον του.
Σήμερα, η Γερμανία, εγκλωβισμένη δυστυχώς για άλλη μια φορά στην ψυχοπαθολογική της εμμονή για κυριαρχία στην Ευρώπη, επιχειρεί να επιβάλει την ηγεμονία της. Το Βερολίνο επανέρχεται σε έναν πόλεμο, αυτήν τη φορά με οικονομικούς όρους. Επιδίωξή του είναι να καταλύσει την ισότητα των ευρωπαϊκών λαών τραυματίζοντας τη δημοκρατία.