Το πρακτορείο Reuters προχωράει σε εκτιμήσεις για τους λόγους, για τους οποίους απέτυχε η Σύνοδος του Eurogroup και παρουσιάζει το «έγγραφο – φωτιά», που αποτέλεσε την βάση των συζητήσεων. Τα σημεία σύγκρουσης ανάμεσα στους υπουργούς οικονομικών της ευρωζώνης ήταν πολλά. Το μέγεθος των χρηματοδοτικών κενών στον..
μέχρι τώρα σχεδιασμό της εξυγίανσης των δημοσιονομικών της Ελλάδας ήταν επίσης μεγάλο: Μόνο και μόνο η παράταση του στόχου για την μείωση του ελλείμματος ως το 2016, συνεπάγεται την ανάγκη εξεύρεσης 30 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με την επιθυμία κρατών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα πρέπει να καλυφθούν χωρίς «φρέσκο χρήμα». Επίσης, η πτώση του χρέους κάτω από τα επίπεδα του 120% του ΑΕΠ δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καμία περίπτωση χωρίς παραχωρήσεις από τους πιστωτές, ακόμα και αν στην Ελλάδα δοθεί διετής παράταση ως το 2022. Παράλληλα, η χώρα μας, ως �νωστόν, περιμένει άμεσα την εκταμίευση της δόσης και τα μέλη της τρόικας σκόπευαν να δώσουν ως σήμερα την πολιτική τους έγκριση, ώστε να εισρεύσουν τα χρήματα στα ελληνικά ταμεία στις αρχές του επόμενου μήνα. Οι υπουργοί οικονομικών, όπως αναφέρει το Reuters, τσακώνονταν όλη τη νύχτα γύρω από την δέσμη μέτρων, με την οποία θα καλυπτόταν το χρηματοδοτικό κενό. Σύμφωνα με έγγραφο που τους παρουσιάσθηκε και με την προϋπόθεση μεγάλων παραχωρήσεων από τους διεθνείς πιστωτές, το χρέος μπορεί να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ μόλις το 2022. Οι ειδικοί των υπουργών πρότειναν γι' αυτό μια παράταση της διορίας, που ως τώρα ήταν το 2020. Αλλά ακόμα και τότε, ο στόχος φαινόταν άπιαστος χωρίς μια μεγάλη δέσμη μέτρων, κατά τους συντάκτες του εγγράφου. Αν δεν δινόταν παράταση πέραν του 2020, ο σ�όχος για το χρέος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός «κουρέματος» των απαιτήσεων των διεθνών πιστωτών, αλλά αυτό το αρνήθηκε κατηγορηματικά η Γερμανία και η Ολλανδία. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, υπό τις τωρινές συνθήκες, το ελληνικό χρέος θα ανερχόταν το 2020 στο 144%, το 2022 στο 133% και το 2030 στο 111%. Το βουνό του χρέους όμως, θα μειωνόταν κατά 4,6%, αν η ΕΚΤ παραχωρούσε στην Ελλάδα τα κέρδη από την αγοραπωλησία των ελληνικών ομολόγων. Μια αναστολή της καταβολής των τόκων για τα δάνεια 130 δισ. ευρώ από τον EFSF για δέκα χρόνια, θα μείωνε το χρέος για περαιτέρω 16,9 μονάδες ή, αντίστοιχα, κατά 43,8 δισ. ευρώ. Τέλος, μία μείωση των επιτοκίων, ανάλογα με την διαμόρφωση αυτού του εργαλείου, θα απέδιδε 5,1 μονάδες. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και η επαναγορά ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες πιστωτές, για την οποία παρουσιάσθηκαν διάφορα σενάρια. Σαν πιο «συνετή» οδό χαρακτηρίζει η τρόικα την επαναγορά ομολόγων σε έκταση 10 δισ. ευρώ στο 30% ή 35% της ονομαστικής τους αξίας. Αν η χώρα μας προσφέρει το 50% της αξίας, αυτό θα επέφερε την μείωση του χρέους κατά 2,4% μόλις. Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η επιλογή του εξαναγκασμού των ιδιωτών πιστωτών να συμμετάσχουν στην επαναγορά θα πρέπει να αποκλείεται. Ανάλογα με τον χρόνο λήξης τους, τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται αυτή την στιγμή στο 20%-30% της ονομαστικής τους αξίας. Ο ιδιωτικός τομέας έχει εις χείρας του ομόλογα αξίας περίπου 60 δισ. ευρώ από τα συνολικά 340 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους. Η μείωσή του στο 120% από το 144% που αναμένεται να φθάνει το 2020, προϋποθέτει την εξεύρεση 50 δισ. ευρώ. Στο πώς θα βρεθούν αυτά «σκάλωσε» το Eurogroup.
μέχρι τώρα σχεδιασμό της εξυγίανσης των δημοσιονομικών της Ελλάδας ήταν επίσης μεγάλο: Μόνο και μόνο η παράταση του στόχου για την μείωση του ελλείμματος ως το 2016, συνεπάγεται την ανάγκη εξεύρεσης 30 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με την επιθυμία κρατών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα πρέπει να καλυφθούν χωρίς «φρέσκο χρήμα». Επίσης, η πτώση του χρέους κάτω από τα επίπεδα του 120% του ΑΕΠ δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καμία περίπτωση χωρίς παραχωρήσεις από τους πιστωτές, ακόμα και αν στην Ελλάδα δοθεί διετής παράταση ως το 2022. Παράλληλα, η χώρα μας, ως �νωστόν, περιμένει άμεσα την εκταμίευση της δόσης και τα μέλη της τρόικας σκόπευαν να δώσουν ως σήμερα την πολιτική τους έγκριση, ώστε να εισρεύσουν τα χρήματα στα ελληνικά ταμεία στις αρχές του επόμενου μήνα. Οι υπουργοί οικονομικών, όπως αναφέρει το Reuters, τσακώνονταν όλη τη νύχτα γύρω από την δέσμη μέτρων, με την οποία θα καλυπτόταν το χρηματοδοτικό κενό. Σύμφωνα με έγγραφο που τους παρουσιάσθηκε και με την προϋπόθεση μεγάλων παραχωρήσεων από τους διεθνείς πιστωτές, το χρέος μπορεί να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ μόλις το 2022. Οι ειδικοί των υπουργών πρότειναν γι' αυτό μια παράταση της διορίας, που ως τώρα ήταν το 2020. Αλλά ακόμα και τότε, ο στόχος φαινόταν άπιαστος χωρίς μια μεγάλη δέσμη μέτρων, κατά τους συντάκτες του εγγράφου. Αν δεν δινόταν παράταση πέραν του 2020, ο σ�όχος για το χρέος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός «κουρέματος» των απαιτήσεων των διεθνών πιστωτών, αλλά αυτό το αρνήθηκε κατηγορηματικά η Γερμανία και η Ολλανδία. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, υπό τις τωρινές συνθήκες, το ελληνικό χρέος θα ανερχόταν το 2020 στο 144%, το 2022 στο 133% και το 2030 στο 111%. Το βουνό του χρέους όμως, θα μειωνόταν κατά 4,6%, αν η ΕΚΤ παραχωρούσε στην Ελλάδα τα κέρδη από την αγοραπωλησία των ελληνικών ομολόγων. Μια αναστολή της καταβολής των τόκων για τα δάνεια 130 δισ. ευρώ από τον EFSF για δέκα χρόνια, θα μείωνε το χρέος για περαιτέρω 16,9 μονάδες ή, αντίστοιχα, κατά 43,8 δισ. ευρώ. Τέλος, μία μείωση των επιτοκίων, ανάλογα με την διαμόρφωση αυτού του εργαλείου, θα απέδιδε 5,1 μονάδες. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και η επαναγορά ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες πιστωτές, για την οποία παρουσιάσθηκαν διάφορα σενάρια. Σαν πιο «συνετή» οδό χαρακτηρίζει η τρόικα την επαναγορά ομολόγων σε έκταση 10 δισ. ευρώ στο 30% ή 35% της ονομαστικής τους αξίας. Αν η χώρα μας προσφέρει το 50% της αξίας, αυτό θα επέφερε την μείωση του χρέους κατά 2,4% μόλις. Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, η επιλογή του εξαναγκασμού των ιδιωτών πιστωτών να συμμετάσχουν στην επαναγορά θα πρέπει να αποκλείεται. Ανάλογα με τον χρόνο λήξης τους, τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται αυτή την στιγμή στο 20%-30% της ονομαστικής τους αξίας. Ο ιδιωτικός τομέας έχει εις χείρας του ομόλογα αξίας περίπου 60 δισ. ευρώ από τα συνολικά 340 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους. Η μείωσή του στο 120% από το 144% που αναμένεται να φθάνει το 2020, προϋποθέτει την εξεύρεση 50 δισ. ευρώ. Στο πώς θα βρεθούν αυτά «σκάλωσε» το Eurogroup.