Η πρώτη μου ανάμνηση από το ζαχαροπλαστείο με το όνομα λουλουδιού είναι πριν ακόμα πάω σχολείο. Με έπαιρνε η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου με τον όμορφο γκρίζο κότσο από το χέρι και περπατούσαμε μέχρι τον κύριο Νίκο για το υπέροχο χειροποίητο παγωτό του, για να μην τρώμε εμείς τα παιδιά «παλιοπράγματα». Τον θυμάμαι μικροκαμωμένο και χαμογελαστό να πηγαινοέρχεται και να κουβεντιάζει με όλους για την οικογένεια, τα παιδιά, την δουλειά. Έτσι όπως ήταν κοντούλης, ανοιχτόχρωμος, με στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά και γελαστά γαλανά μάτια, είχα πειστεί ότι ήταν βοη�ός του Άγιου Βασίλη και είχε έρθει στη γειτονιά μας για να κάνει τα παιδάκια χαρούμενα όλο τον χρόνο, με γλυκά από το εργαστήρι του που μοσχομύριζε βανίλια και κάτι ακαθόριστα γλυκό σαν Χριστουγεννιάτικο παιδικό όνειρο.
Οι πειρασμοί που παραμόνευαν σε κάθε γωνιά αυτού του μαγαζιού αντάμειβαν γενναιόδωρα κάθε παρασπονδία, αλλά τίποτα, μα τίποτα δεν συγκρινόταν με το παρφέ σοκολάτα. Έκανε την εμφάνιση του στο ψυγείο νωχελικά, σχεδόν αδιάφορα, μόνο το καλοκαίρι και μόνο για περιορισμένες εμφανίσεις. Ανάλαφρο και απαλό, τυλιγμένο στην αυτάρεσκη τελειότητα του αδιαμφισβήτητου σταρ του καταστήματος. Ένα βελούδινο, αρμονικό σύννεφο από κακάο, νότες βανίλιας, ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα φρούτα, ακαταμάχητο για κάθε ουρανίσκο. Ήθελε μέτρο όμως η απόλαυση αυτή, αλλιώς γα�τζώνονταν αυθάδικα κιλάκια πάνω σου κι εμένα καθόλου δεν με έπαιρνε να τα φιλοξενήσω. Κι η χαλιναγωγημένη επιθυμία την έκανε την αμαρτία αυτή ακόμα πιο ποθητή. Κι όσες φορές κι αν υπέκυπτα στη γλυκιά γοητεία της, καμία δεν είχε τη μαγεία και την προσμονή της πρώτης…
Πάνε 30 χρόνια που η κυρία Βασιλική μετακόμισε στη γειτονιά των αγγέλων και πίνει το καφεδάκι της με τις φιλενάδες της, την κυρία Ευπραξία, την κυρία Σοφία, την κυρία Παρασκευή και την κυρία Κούλα, πλέκοντας αριστουργήματα με το βελονάκι της. Και κάθε ένα από τα 30 αυτά καλοκαίρια, κοντά στο τέλος Ιουνίου, γυρίζω το βλέμμα στον ουρανό και της κλείνω συνωμοτικά το μάτι. Είναι το μυστικό μας σινιάλο για να με πάρει από το χέρι για την καλοκαιρινή μας παράδοση που περιμένω όλο το χειμώνα. Ανεβαίνω τα σκαλάκια, περνάω την είσοδο και μετά σαν αεράκι μπαίνει πίσω μ�υ χαμογελαστή και η κυρία Βασιλική για να χαιρετίσει τον κύριο Νίκο και να ρωτήσει για τα εγγόνια του.
Την περασμένη εβδομάδα, καταμεσήμερο, αποφάσισα να τιμήσω και φέτος την γλυκιά μας την παράδοση. Αγνόησα τον κόμπο στο στομάχι μου καθώς πλησίαζα. Η γνώριμη είσοδος ήταν ανοικτή και ο χώρος σκοτεινός, τα ψυγεία σχεδόν άδεια. Πίσω μου μπήκε ο κύριος Νίκος. Ένας άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα του κουρασμένο και γυάλινο, μου φάνηκε ότι δεν εστίαζε πουθενά. Δεν έφτιαξε παγωτά φέτος μου είπε γιατί κανείς δεν τα αγοράζει πια. Δεν πάνε καλά τα πράγματα και μετράει μέρες για να κλείσει την επιχείρηση και να βγει στη σύνταξη. Συννέφιασε η κυρία Βασιλική και με κοίταξε �ουβά με τα μεγάλα μαύρα μάτια της που όλους τους νοιάζονταν. Θύμωσα για τη γλυκιά μου τη συνήθεια που έπρεπε να στερηθώ και ντράπηκα για την εγωιστική μου σκέψη. Πήρα κάτι άλλο κι έφυγα βιαστικά. Καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η γεύση τέλους εποχής. Ή μπορεί και να είχε τελειώσει καιρό τώρα αυτή η εποχή και με παιδιάστικο πείσμα να αρνούμαι να την αποχωριστώ. Μα δεν θα την αποχωριστώ… Θα μείνει για πάντα κλεισμένη με πολλή αγάπη μέσα μου για να γεμίζει με φως και γλύκα και υπέροχες μυρωδιές τις αναμνήσεις της ζωής μου. Όπως η κυρία Βασιλική.