Θέλω ακόμα μια βόλτα. Αυτό είναι το τραγούδι που συνοδεύει την σκέψη μου για την Θεσσαλονίκη. Μια πόλη, μια ζωή, όλα μου τα όνειρα καθρεφτίζονται στα χρώματα της, τίποτα ασπρόμαυρο, άνθρωποι χαμογελαστοί, γεμάτοι κέφι για ζωή. Και κάπως έτσι περνάει η ζωή. Παίρνοντας νόημα, αξία, χρώμα.
Κάθε φορά που ανεβαίνω στα βόρεια τα ίδια συναισθήματα με κατακλύζουν. Συγκίνηση για όσα έχω ζήσει, αγάπη για όσους ανθρώπους γνώρισα τυχαία και από τότε οι ζωές μας δέθηκαν με αόρατα δυνατά σχοινιά που η γεωγραφική απόσταση δεν κατάφερε να τα κόψει, ευγνωμοσύνη σε λίγους αλλά άξιους καθηγητές που με τις γνώσεις τους και κυρίως με την προσωπικότητα τους μας οδήγησαν ένα βήμα μπροστά. Ένα βήμα προς το όνειρο του καθενός.
Αυτό που αγαπώ πιο πολύ σ΄ αυτή την πόλη, είναι οι άνθρωποί της. Άνθρωποι πέρα για πέρα αληθινοί, γελαστοί, αισιόδοξοι. Άνθρωποι που έχοντας περάσει η προσφυγιά στο dna τους βοηθούν όποιον το χρειάζεται (φαντάζομαι ότι δεν είναι όλοι έτσι αλλά είχα την τύχη-ευλογία τα επτά χρόνια που έζησα εκεί να έχω γνωρίσει μόνο αυτή την πλευρά).
Όλοι μιλούν για μια πόλη «χαλαρή» και ναι έχουν δίκιο. Είναι μια πόλη που όλα κυλάνε αργά, σαν ένα ρυθμικό βαλς για δύο. Η ένταση δεν έχει χώρο στην Θεσσαλονίκη. Μία βόλτα στην παραλία, στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, στην Αριστοτέλους (προσοχή στις μυρωδιές των τσουρεκιών δεν υπάρχει σωτηρία), στην Καμάρα με την Παναγία που κρατά τον γιο της από την δεξιά πλευρά, στην άνω πόλη όπου τα παγκάκια όλες τις εποχές είναι γεμάτα με ζευγάρια, παρέες, μοναχικούς ανθρώπους που ρεμβάζουν την θέα του Θερμαϊκού. Αχχχ αυτή η θέα από τα ψηλά όλα τα κάνει να μοιάζουν ομορφότ�ρα.
Και ένα όνομα κουδουνιού δείχνει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, τι κι αν εγώ δεν μένω πια εκεί, είναι η ψυχή μου κρεμασμένη σ΄ ένα θυροτηλέφωνο. Από το παράθυρο η μυρωδιά του γαλλικού καφέ θυμίζει κάτι απογεύματα συνοδευόμενα με κουβέντες, όμορφες μουσικές και τουλάχιστον το μισό ράφι μπισκότων του σούπερ μάρκετ. Αυτές οι ομορφιές από τα ψηλά αλλά και από το μικρό μου σπιτάκι είναι που όταν έρχονται στον νου μου, κάνουν τα μάτια μου να γελάνε και την καρδιά μου να ζεσταίνετε. αυτές τις στιγμές θα κρατάω στο σεντούκι της ψυχής μου και το κλειδί θα είναι μόνο �ια λέξη «Θεσσαλονίκη» και μαγικά το σεντούκι θα ανοίγει και όλα θα πλημμυρίζουν χρώμα, γέλια, αρώματα, δάκρυα και πάλι γέλια γιατί όλα τα παραπάνω δεν είναι όνειρο, αλλά τα έχουμε ζήσει.
Υ.Γ: Μόνο όταν φύγεις από κοντά της κατανοείς ότι αυτή η πόλη, είναι το σπίτι σου, είναι το σπίτι που θα ήθελες να ζήσεις. Και φεύγοντας το μόνο που θα ήθελες να κάνεις είναι μια ήσυχη βόλτα στην παραλία της, με ανθρώπους γνώριμους που ξέρεις πως ό,τι και αν συμβεί, όλοι οι δρόμοι εδώ θα μας φέρνουν και αν μας πάρουν, τότε οι ψυχές μας θα έρχονται κρυφά. Γιατί μόνο σε αυτή τη πόλη ένιωσαν αληθινά ευτυχισμένες. Το κείμενο αυτό είναι για τους ανθρώπους που δεν ζουν πια εκεί αλλά κάποτε περπάτησαν στην παραλία της και η εικόνα αυτή έρχεται τα βράδια στον ύπνο τους./p>