Οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες σαφώς και πρέπει να κρίνονται με βάση τα έργα τους στο πεδίο της πολιτικής. Όμως, ο τρόπος που λειτουργούν στην καθημερινότητά τους, φωτίζει καλύτερα τον ψυχισμό τους και μας επιτρέπει να εξετάσουμε καλύτερα το παράδειγμά τους. Παραθέτουμε μερικά περιστατικά από την...
ζωή του Νικολάου Πλαστήρα, του στρατηγού και πολιτικού ανδρός του οποίου την εντιμότητα, την αρετή και την ηθική δεν αμφισβητούσαν ούτε οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ο εκδότης και δημοσιογράφος Δημήτρης Λαμπράκης του «δώρισε» κάποτε ένα ωραίο χρυσό στυλό. "Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου, είπε και ζήτησε να το στείλουν πίσω". Μα θα προσβληθεί, του είπαν. "Δεν πειράζει. Δεν θέλω δώρα γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!" Το 1952, ενώ ήταν πρωθυπουργός, ήταν άρρωστος στο σπίτι του. Εκεί τον επισκέφτηκε η βασίλισσα Φρειδερίκη. Όταν μπήκε στο λιτό διαμέρισμά του, εξεπλάγη σαν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο, αντί αναπαυτικού κρεβατιού, όπως περίμενε. «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε με οικειότητα και η απάντηση ήταν αφοπλιστική. «Συνήθισα Μεγαλειοτάτη το ράντζο από το Στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…». Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, πήρε την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει ιδιόκτητο σπίτι, με τη λήψη δανείου. Πήγε σε μια τράπεζα, μίλησε με τον διοικητή, ο οποίος, απόρησε λέγοντας. «Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!». Πήρε ο Μοάτσος το σχετικό έντυπο για να το συμπληρώσει και να το υπογράψει ο Πλαστήρας. Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ ο συνταξιούχος �ήρα δάνειο για σπίτι;» Έσκισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε. Άρρωστος από φυματίωση σε ένα σπιτάκι κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Μετς), του πρότειναν να του βάλουν τηλέφωνο και αρνήθηκε λέγοντας: «μα τι λέτε, η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» Είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα "Πλαστήρας", όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Με πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Όταν η α�τηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε και τον επέπληξε. Απαγόρευσε δε, να αποδεχτεί αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και πράγματι ο αδελφός του δεν την αποδέχτηκε. Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω. Σκάβω για να καλοτρώγω;». Όταν πέθανε δεν άφησε σπίτια, ακίνητα ή καταθέσεις. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα!» Στα ατομικά του είδη βρεθήκαν ένα χρεωστικό του Στρατού (Υπ. 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, για να μην χρωστά στην πατρίδα». Ακόμη και το νεκρικό του κοστούμι, ήταν δώρο του φίλου του Διονύση Καρρέρ. Τα πιο σημαντικά μαθήματα στην πολιτική, αλλά και στην ζωή γενικά, προέρχονται από το παράδειγμα. Τα λόγια και τα γραπτά των ανθρώπων έχουν μεν σημασία, αλλά όχι ιδιαίτερη, μιας και οι πράξεις είναι αυτές που πραγματικά μετρούν. Όταν μάλιστα οι πράξεις αυτές αποτελούν μια γενικότερη στάση ή έναν οδοδείκτη ζωής, τότε μιλούμε για το παράδειγμα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν κάτοχος αυτής της αλήθειας που την πραγμάτωσε σ' ολόκληρη την σταδιοδρομία και την ζωή του. Τιμή και δόξα σ' αυτόν τον λαμπρό στρατιωτικό και πολιτικό που γεννήθηκε σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου 1883. Δ. Μ. Καβάλα
ζωή του Νικολάου Πλαστήρα, του στρατηγού και πολιτικού ανδρός του οποίου την εντιμότητα, την αρετή και την ηθική δεν αμφισβητούσαν ούτε οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ο εκδότης και δημοσιογράφος Δημήτρης Λαμπράκης του «δώρισε» κάποτε ένα ωραίο χρυσό στυλό. "Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου, είπε και ζήτησε να το στείλουν πίσω". Μα θα προσβληθεί, του είπαν. "Δεν πειράζει. Δεν θέλω δώρα γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!" Το 1952, ενώ ήταν πρωθυπουργός, ήταν άρρωστος στο σπίτι του. Εκεί τον επισκέφτηκε η βασίλισσα Φρειδερίκη. Όταν μπήκε στο λιτό διαμέρισμά του, εξεπλάγη σαν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο, αντί αναπαυτικού κρεβατιού, όπως περίμενε. «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε με οικειότητα και η απάντηση ήταν αφοπλιστική. «Συνήθισα Μεγαλειοτάτη το ράντζο από το Στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…». Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, πήρε την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει ιδιόκτητο σπίτι, με τη λήψη δανείου. Πήγε σε μια τράπεζα, μίλησε με τον διοικητή, ο οποίος, απόρησε λέγοντας. «Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!». Πήρε ο Μοάτσος το σχετικό έντυπο για να το συμπληρώσει και να το υπογράψει ο Πλαστήρας. Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ ο συνταξιούχος �ήρα δάνειο για σπίτι;» Έσκισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε. Άρρωστος από φυματίωση σε ένα σπιτάκι κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Μετς), του πρότειναν να του βάλουν τηλέφωνο και αρνήθηκε λέγοντας: «μα τι λέτε, η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;» Είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα "Πλαστήρας", όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Με πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Όταν η α�τηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε και τον επέπληξε. Απαγόρευσε δε, να αποδεχτεί αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και πράγματι ο αδελφός του δεν την αποδέχτηκε. Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω. Σκάβω για να καλοτρώγω;». Όταν πέθανε δεν άφησε σπίτια, ακίνητα ή καταθέσεις. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη «όλα για την Ελλάδα!» Στα ατομικά του είδη βρεθήκαν ένα χρεωστικό του Στρατού (Υπ. 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, για να μην χρωστά στην πατρίδα». Ακόμη και το νεκρικό του κοστούμι, ήταν δώρο του φίλου του Διονύση Καρρέρ. Τα πιο σημαντικά μαθήματα στην πολιτική, αλλά και στην ζωή γενικά, προέρχονται από το παράδειγμα. Τα λόγια και τα γραπτά των ανθρώπων έχουν μεν σημασία, αλλά όχι ιδιαίτερη, μιας και οι πράξεις είναι αυτές που πραγματικά μετρούν. Όταν μάλιστα οι πράξεις αυτές αποτελούν μια γενικότερη στάση ή έναν οδοδείκτη ζωής, τότε μιλούμε για το παράδειγμα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν κάτοχος αυτής της αλήθειας που την πραγμάτωσε σ' ολόκληρη την σταδιοδρομία και την ζωή του. Τιμή και δόξα σ' αυτόν τον λαμπρό στρατιωτικό και πολιτικό που γεννήθηκε σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου 1883. Δ. Μ. Καβάλα