Θα μπορούσε να ήταν μια συγκινητική χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εκείνη καθισμένη στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας κάπου στην Κυψέλη, ας πούμε. Στα σκαλιά του πεζοδρομίου, να εξηγούμαστε, γιατί η πολυκατοικία είχε κλειστή την είσοδό της κι ένα χαρτί κολλημένο στο τζάμι. Της το έδειχναν οι ένοικοι που μπαινόβγαιναν και κάτι της έλεγαν. Φυσικά δεν καταλάβαινε. Έβλεπε τους ανθρώπους να περνούν δίπλα της χωρίς να την προσέχουν. Όσοι παρατηρούσαν την ύπαρξή της, κοντοστέκονταν λίγο και μετά την προσπερνούσαν με πιο γρήγορο βηματισμό. Σαν να ήθελαν να την διώξου� από μπροστά τους, από το πεδίο της όρασής τους, από τη σκέψη τους. Και περνούσαν πολλοί. Άλλοι καλοντυμένοι, άλλοι φτωχοί και κουρελήδες. Αυτοί οι τελευταίοι έσφιγγαν τα σακάκια τους γύρω από το κορμί τους και τα είχαν κουμπωμένα σφιχτά-σφιχτά μέχρι απάνω για να κοροϊδέψουν το κρύο. Ούτε κι αυτοί της έδιναν σημασία. Eκείνη χαμογελούσε πικρά καθώς τους έβλεπε. Ήξερε από κρύο. Δεν μπορείς έτσι να προστατευτείς. Όσο σφιχτά και να κρατάς ένα πανί γύρω στο κορμί σου, το κρύο δεν το ξεπερνάς. Ούτε με σακάκια ούτε καν με ρούχα πιο βαριά, με παλτά, με μπουφάν ή με γ! ούνες. Το κρύο το νικάς με άνθρωπο δίπλα σου. Μόνο η ανθρώπινη παρουσία μπορεί να το τιθασέψει, να το κάνει παιχνιδάκι και αστείο. Γιατί το κρύο το πιο βαρύ το κουβαλάμε μέσα μας.
Εκείνη στην αρχή ήθελε να ξαποστάσει. Έγειρε, λοιπόν, στο σκαλοπάτι και μετά, έτσι όπως καθόταν, πέρασαν απ' το μυαλό της κάποια παλιά Χριστούγεννα. Σαν να ήθελε μες στο κρύο να βρει η σκέψη της μια ζεστή γωνιά να χουχουλιάσει. Θυμήθηκε στη γιορτή του σχολείου της που είχαν παίξει ένα σκετσάκι, το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα του Άντερσεν. Αυτή φυσικά είχε παίξει το κοριτσάκι. Και η πιο όμορφη ήταν, με τα μακριά ξανθά μαλλιά της να φτάνουν μέχρι τη μέση, και η πιο ντελικάτη, ένα πανέμορφο δροσερό κλαράκι που από τότε ζητούσε και ήταν ολοφάνερο ότι θα κέρδιζε την ομ�ρφιά της ζωής. Αλλά ήταν και η πιο καλή μαθήτρια: με άριστα τέλειωσε το δημοτικό, το γυμνάσιο κι αργότερα το Πανεπιστήμιο. Κι είχε ταλέντο, πολύ ταλέντο με ό,τι καταπιανόταν. Έτσι το ρόλο της τον είχε παίξει τόσο ρεαλιστικά, που οι δασκάλοι της είχαν δακρύσει, χώρια οι συμμαθητές κι οι συμμαθήτριες που τα αναφιλητά τους έφταναν μέχρι τ' αυτιά της πάνω στη σκηνή. Τόσο ρεαλιστικά. Το χειροκρότημα βέβαια ήταν αναμενόμενο κι έπεσε εκκωφαντικό ακολουθώντας μια σιγή δευτερολέπτων, τη σιγή της αμηχανίας του ανθρώπου μπροστά στην τελειότητα της ομορφιάς, καθ�! �ς το κορμάκι της, μετά από μερικούς σπασμούς, κειτόταν στο σανίδι της σκηνής ξυλιασμένο. Υποτίθεται.
Τώρα είναι μακριά από κείνη την ηλικία, μακριά από κείνη την πατρίδα, τα μαλλιά της διατηρούν το ξανθό τους χρώμα, ξεφτισμένο λίγο, αλλά δε φτάνουν μέχρι τη μέση. Δεν είναι πια τόσο όμορφη και τα χέρια της… τα χέρια της είναι δουλεμένα και σκληρά. Κι είναι άδεια, δεν κρατά σπίρτα. Ούτε χιονίζει, μόνο τσουχτερό διαολεμένο κρύο. Ούτε σκοτάδι είναι για να δει το αστέρι εκείνο να πέφτει. Θυμάται: για κάθε αστέρι που πέφτει μια ψυχή ανεβαίνει. Και τα μάτια της είναι άδεια. Και δεν έχει να παρακαλέσει για κάτι. Στο πανεπιστήμιο και στα διαβάσματά της είχε μάθει πως �ια τα δικαιώματα δεν παρακαλάς, αγωνίζεσαι. Διεκδικείς και σκοτώνεις. Τώρα όμως είναι τόσο κουρασμένη. Ούτε τη γλώσσα ξέρει ούτε τους ανθρώπους.
*Ο Λεφτέρης Μπαρδάκος είναι φιλόλογος στο Άργος.