Η τελευταία ποιητική συλλογή τού Αλέξανδρου Δαμουλιάνου «Για τα μάτια του ωραίου αδοκίμαστου» ξαφνιάζει τον αναγνώστη με την αίσθηση πληθωρικότητας που του αφήνει. Αν μετράμε σωστά, στεγάζει πενήντα πέντε μεμονωμένα ποιήματα, έντιτλα όλα, και πέντε διαδοχικές ενότητες ποιημάτων, οι οποίες ξεδιπλώνονται σχεδόν στις πρώτες σελίδες, υπό τους τίτλους «Δέκα οχτώ χαϊκού για το Αδοκίμαστο», «Μεγάλη Εβδομάδα», «Ο πρόλογος της Ανάστασης», «Άνθρωπος Ανέστη», «Εγκώμιον ανατέλλωντος (sic) Μαρτίου». Διαβάζοντας στη σειρά τους τίτλους μόνο της ανά χείρας συλλογής για να εφαρμόσουμε μια αναγνωστική πρακτική που μας κληροδότησε ο Αναγνωστάκης), όχι μόνο είμαστε σε θέση να δούμε να συντίθεται μπροστά στα μάτια μας «το πιο ωραίο ποίημα», αλλά ταυτόχρονα εισαγόμαστε και στην περιοχή της ποιητικής. Η ερωτική αγωνία, το αίσθημα της απώλειας, η απουσία, η γνώση της άγνοιας, η έλλειψη, το παιχνίδι της μνήμης και το βάρος τού παρελθόντος, η πραγματικότητα και το όνειρο, η εσωτερική ζωή του ατόμου, η αγωνία τού θανάτου και η αίσθηση μιας αιρετικής θρησκευτικότητας, με άλλα λόγια το υπαρξιακό άγχος τού γράφοντος υποκειμένο! υ κα� � οι μεταμφιέσεις του αρθρώνουν μια αυστηρά περιχαρακωμένη περιοχή, γύρω από την οποία θα οργανωθεί το ποιητικό υλικό.
Τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, ελευθερόστιχα στο σύνολό τους, κυμαίνονται μεταξύ των τεσσάρων στίχων («Μονόπρακτο», «Το απαγορευμένο ερώτημα») και των έξη σελίδων («Καμουφλάζ») –εξαίρεση συνιστούν τα χαϊκού, τα οποία παρά την ειδολογική τους (επι)σήμανση στον τίτλο της ενότητας που συγκροτούν, υπονομεύουν τους κατασκευαστικούς κανόνες τού είδους, διατηρώντας μονάχα την πρωτοτυπικά τρίστιχη δομή τους. Αν δε λάβει κανείς υπόψ� του τα ποιήματα που διαλέγονται με τον τίτλο «Για τα μάτια του ωραίου αδοκίμαστου» και βρίσκουν τη θέση τους το ένα πίσω από το άλλο στην αρχή της συλλογής, τα υπόλοιπα δεν αναπτύσσουν κάποια αιτιακή σχέση με εκείνο που προηγείται και έπεται αυτών. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει την ύπαρξη στίχων ή φράσεων που λειτουργούν ως ενδοκειμενικές παραπομπές και φέρουν σε κάθε νέο ποίημα που απαντούν τη μνήμη τού άλλου ή των άλλων στα οποία επίσης εντάσσονται. Με αυτό το τέχνασμα επιχειρείται μια διαφορετικού τύπου σύνθεση σε όλο, η οποία ως δομή οργ! άνωσ ης επιτυγχάνει να δημιουργήσει κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σε ποιήματα απομακρυσμένα μέσα στη συλλογή. Ενδεικτικά αναφέρω τις φράσεις «Λιποτάκτησες, στρατιώτη;» στα ποιήματα «Ο δίδυμος αδελφός του Γολγοθά», «Το άλλο χρέος», «Θαλασσινό επίθετο», «αυτός ο κόσμος, ο υπερήφανα σκυφτός» στα ποιήματα «Ο πρόλογος της Ανάστασης - ΙΙΙ», «Ανυπεράσπιστο το άδειο», «Η αυτοκρητική (sic) ενός στόχου», «Απογευματινό κρυφτό» και, τέλος, τη σημαίνουσα επαναχρησιμοποίηση των λέξεων «ΝΥΝ», «ΑΙΕΙ» και «ΑΞΙΟΝ» -γραμμένων με κεφαλαία πάντοτε- σε όμοιου τύπου δομές στα ποιήμ�τα «Ο πρόλογος της Ανάστασης-ΙΙΙ», «Απογευματινό κρυφτό», «Θαλασσινό επίθετο», «Νυχτερινή ανερήμωση».
Ο ενορχηστρωτής αυτού του ποιητικού υλικού ανοίγει λογοτεχνικούς διαλόγους με κορυφαία έργα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, ενώ φέρνει στο προσκήνιο τις εκλεκτικές του συγγένειες με ποιητές όπως ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης, αλλά και ο ανώνυμος δημιουργός του «Ακάθιστου Ύμνου» (βλ. «Χαίρε πρωτότοκη χαρά του Χαίρε./ Χαίρε αίμα ασώπαστο του Μάρτη./ Χαίρε σώμα αναστημένο της Άνοιξης./ Χαίρε ανθέ απροσκύνητε της Ποίησης» στο «Εγ�! �ώμι� �ν ανατέλλωντος (sic) Μαρτίου - IV»). Μοιάζει κάποτε το ποιητικό υποκείμενο να αγωνίζεται να δείξει πώς είναι να ξαναγράφεις το «Άξιον Εστί», το «Μονόγραμμα» και το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», για να μείνουμε στα πιο εμφανή διακείμενα, προερχόμενα όλα από την ελυτική ποιητική παραγωγή, ενώ είσαι είκοσι χρονών και ζεις στον 21ο αιώνα -με τους όρους δηλαδή που σου επιβάλλει η συγχρονία σου. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο βέβαια, αν λάβει υπόψη του κανείς αφ' ενός τον τόσο διαφορετικό χαρακτήρα των έργων που επισημαίνουμε και αφ' ετέρου την επιδίωξη για π�αγμάτωσή του στα όρια μιας και μόνο ποιητικής συλλογής, ωστόσο συνιστά μια φιλοδοξία με την οποία το ποιητικό εγώ τοποθετεί τον εαυτό του στη χορεία των δημιουργικών επιγόνων και, επομένως, κληρονόμων μιας μείζονος ποιητικής φωνής, όπως αυτή του Ελύτη. Κοντά σ' αυτά να προσθέσουμε ότι στο ποίημα «Ο πρόλογος της Ανάστασης - ΙΙΙ», στα πρότυπα του τρίτου, δοξαστικού μέρους του «Άξιον Εστί», ο Δαμουλιάνος προχωρά στην κατάρτιση ενός προσωπικού λογοτεχνικού κανόνα –τον απαρτίζουν τέσσερεις κορυφαίοι ποιητές κι ο ποιητικότερος των πεζογράφων μας. Διαβά�! �ουμ� �: «ΝΥΝ ΑΙΕΙ και ΑΞΙΟΝ ο Όμηρος με το/ φωταλέτρι του που οργώνει/ τα πέρατα της Γλώσσας,// ο Σολωμός με το Κρίνο της Αρετής/ που ευαγγελίζει την Αειπάρθενο Λευτεριά,// ο Παπαδιαμάντης με την λαλιά της/ ξάγρυπνης καμπάνας που αναγγέλλει/ στα βασιλικά μαύρα σκοτάδια/ τον ερχομό της αντάρτισσας Αυγής,// ο Παλαμάς με το βάμμα της/ γλαυκής Ιστορίας που γράφει πάνω στην πιο/ σκληρή υπομονή/ την δέκατη τρίτη εντολή:/ Ουκ ξεστομίσεις παρακάλια/ εις τον σταυρόν επάνω,// ο Ελύτης με το αλφαβητάρι του ήλιου/ που δένει τα άγρια κύματα/ στο πιο γερό όρθρο.». «Όπου και να σας βρίσ�ει το κακό, αδελφοί,/ όπου και να θολώνει ο νους σας,/ μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.» είχε γράψει στο ΙΑ' των «Παθών» ο Ελύτης: η συνομιλία του νεότερου με τον πρεσβύτερο ποιητή είναι εμφατική και δηλωτική για την ποιητική διαμόρφωση του πρώτου.
Ενδιαφέρον επίσης συνιστά το γεγονός πως το ποιητικό υποκείμενο δεν μένει ποτέ στατικό. Ο αναγνώστης το παρακολουθεί σε ένα συναισθηματικό συνεχές με ακραίες τιμές την ύστατη απελπισία από τη μία και την υπερήφανη αισιοδοξία από την άλλη, που συντονίζονται με αντίστ�! �ιχο� �ς τόνους και τρόπους, από τη χαμηλότονη συνομιλία με ένα διαρκώς διαφεύγον και άπιαστο «εσύ» έως τον ρητορικό διδακτισμό από ποιήματος πίσω από ένα συλλογικό φορέα αφήγησης. Ο πληγωμένος εραστής δίνει τη θέση του στον φλογερό υπερασπιστή της ελευθερίας και της πατρίδας, ο «Οδυσσέας χίλιων αιώνων» στον λιποτάκτη στρατιώτη: από άποψη ευαισθησίας πρόκειται για ένα σχεδόν διφυές εγώ, στοιχείο με επίδραση καθοριστική και στη συγκινησιακή θερμοκρασία των ποιημάτων. Το γεγονός αυτό μπορεί να συσχετιστεί με το ότι, αν και η περιοχή στην οποία κινείται ποιητι�ά ο Δαμουλιάνος είναι εκείνη του ατομικού βιώματος και της προσωπικής συγκίνησης, μέσα σε αυτή οργανώνεται ένας ομόκεντρος κύκλος υψηλών Ιδεών, με κορυφαίες εκείνες της ελευθερίας και της πατρίδας, ο οποίος οδηγεί σε έναν τόνο οξυμμένο. Ωστόσο, αν κάτι παραμένει σταθερό και δεν εκπίπτει ποτέ σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης παρά τις ποικίλες διακυμάνσεις, παλινδρομήσεις και εκτροπές τού ποιητικού υποκειμένου μέσα στις οριακές, από κάθε άποψη, στιγμές που αναλαμβάνει να πραγματευτεί με τη γραφή του είναι ακριβώς η ποιητική του ιδιότητα και η ίδια η Π! οίησ η ως υπερκείμενη πάντων αξία.
Ένα στοιχείο το οποίο από άποψη υφολογική διακρίνει από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα την ποιητική συλλογή που εξετάζουμε είναι ο έκτυπος λυρισμός της. Δύσκολος στον χειρισμό, ειδικά στην περίπτωση που έχει ως όχημά του τον ελεύθερο στίχο, όπως συμβαίνει εδώ, απαιτεί ένα εξισορροπητικό αντίβαρο. Όταν μάλιστα ο λυρισμός συνάπτεται θεματικά με τον πόνο για την απώλεια του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας, τότε ο κίνδυνος να καταλήξει κανείς στο μελοδραματισμό είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Ο Δαμουλιάνος, ωστόσο, καταφ�ρνει να ξεπεράσει αυτούς τους σκοπέλους μέσω των απροσδόκητων λεκτικών συνάψεων στις οποίες εξακολουθητικά καταφεύγει. Η εμπρόθετη προβολή αυτών των μη αναμενόμενων μεταφορών που κατακλύζουν τα ποιήματα –συχνά σε διαδοχικούς και κάποτε ακόμη και στον ίδιο στίχο-, σε συνδυασμό με την προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών και την επιθετικοποίηση ουσιαστικών σπάει την παθητικότητα στην οποία μπορεί να εκπέσει ο λυρισμός, προσδίδοντας μια ειρωνική, ίσως και ανατρεπτική ματιά, ικανή να τον υπονομεύσει. Γόνιμη φυσικά πρέπει να στάθηκε η μαθητεία του Δαμο! υλιά νου στην ποίηση της Κικής Δημουλά, η οποία από άλλο δρόμο και με ελαφρώς διαφορετική στόχευση αξιοποίησε με εμβληματικό τρόπο αυτή τη σχοινοβατική σύναψη των λέξεων.
Συγκεφαλαιώνοντας, ο Δαμουλιάνος, παρά το τόσο νεαρό της ηλικίας του, έχει το χάρισμα της ποιητικής ενέργειας. Όσο ωριμάζει καλλιτεχνικά, θα μεστώνει ακόμη περισσότερο και το ποιητικό του ρήμα. Ο Χάρης Βλαβιανός γράφει στο 52ο σονέτο της συμφοράς του, με εμφανώς ειρωνική διάθεση: «Και η ποίηση/ κοιτάει με απορημένα μάτια/ τους αντιπάλους να χαμογελούν συνένοχα:/ ο ένας δεν μπορεί να γράψει, � άλλος δεν ξέρει να διαβάζει./ Τι πιο ωραία συνθήκη!»: Στην περίπτωση της συλλογής τού Δαμουλιάνου προκύπτει μια εκπληκτική αντιστροφή των όρων, αφού ο ποιητής όχι μόνο μπορεί να γράψει, αλλά αποδεικνύει πως ξέρει εξίσου καλά και να διαβάζει, διατηρώντας παράλληλα την ποιητική του ιδιοπροσωπία με την διακριτή ευαισθησία της.
*Η Μαρία Ψάλτη είναι φοιτήτρια φιλολογίας.