Μια παλιά αραβική παροιμία λέει πως τρία πράγματα δεν γυρίζουν πίσω. Το βέλος που εκτοξεύτηκε, τα λόγια που ειπώθηκαν και η ευκαιρία που χάθηκε. Η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να επιτύχει μια καθαρή και οριστική λύση στο πρόβλημα του χρέους, λύση που θα της επέτρεπε να ανακτήσει την εθνική της αξιοπρέπεια. Πολύ δύσκολα πλέον οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων θα είναι ξανά τόσο ευνοϊκοί για μια τέτοια ευκαιρία.
Για να κερδίσεις όμως μια ευκαιρία πρέπει να την πιστεύεις. Η ελληνική κυβέρνηση δεν πίστεψε σε αυτή την ευκαιρία. Άλλωστε διάφορα συστημικά «παπαγαλάκια» παίρνοντας «γραμμή» από Μαξίμου, έλεγαν και έγραφαν όλες τις τελευταίες μέρες πως δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός προσδιορισμός της βιωσιμότητας του χρέους και ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριζαν πως είτε βάλεις το πήχη στα 120 δις ή στο 1 τρις είναι το ίδιο αυθαίρετο. Συνεπώς το μόνο που πρέπει να μας νοιάζει είναι να πάρουμε τα λεφτά.
Ο πήχης λοιπόν μπήκε χαμηλά για να μπορέσει εύκολα ο Σαμαράς να περάσει από πάνω. Παίρνουμε πράγματι τα λεφτά κι αυτό δίνει μια επικοινωνιακή ανάσα στην κυβέρνηση. Κυρίως όμως θα φέρει τη «μπάλα» στο «γήπεδο» που τόσο καλά ξέρει να παίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δηλαδή στα σενάρια ανασχηματισμού, στο ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουν, στο αν θα γίνει ή δεν θα γίνει Αντιπρόεδρος ο Βενιζέλος, κοκ. Δυστυχώς, αυτό είναι που παρουσιάζεται σήμερα ως επιτυχία.
Ένα ετοιμοθάνατο πολιτικό σύστημα είναι σαφές πως δεν έχει τα κότσια να δώσει μάχες. Αδυνατεί να χαράξει πολιτική μακράς διάρκειας, η οποία σε τελική ανάλυση είναι κι αυτή που δημιουργεί τα ιστορικά γεγονότα. Αγνοεί τις πραγματικές εθνικές ανάγκες και κοιτάζει πως θα τα βολέψει όπως – όπως, ώστε να εξαγοράσει χρόνο πολιτικής βιωσιμότητας. Με απλά λόγια, ανταλλάσσεται η εθνική βιωσιμότητα με τη βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος.
Από κει και πέρα ουδείς νοιάζεται σοβαρά αυτή τη στιγμή για το εάν το ελληνικό χρέος θα είναι πράγματι στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και σημαντικά χαμηλότερο του 110% το 2022. Κι αν δεν είναι; Ε, αν δεν είναι θα βγει ο πρωθυπουργός εκείνου του τριμήνου, ίοως από το Καστελόριζο (αν ανήκει ακόμη στην ελληνική επικράτεια…) και θα εξαγγείλει το Μνημόνιο Νο 10, στο οποίο μεταξύ άλλων θα προβλέπεται η «αξιοποίηση» των αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης της Ακρόπολης.
Αλλά αυτή την προβολή στο μέλλον δεν την κάνει κανένας σήμερα καθώς όλοι είναι ευχαριστημένοι. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης «έσωσαν» για άλλη μια φορά τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανακουφίστηκε από τον φόβο του να πάει κάτι στραβά και να κληθεί να κυβερνήσει, ο Άδωνις Γεωργιάδης θα συνεχίσει να πουλάει τα βιβλία του και το ζεύγος Μιχαλολιάκου μπορεί να πάει να ψωνίσει κάνα καινούργιο …Vacheron Constantin.
Το «όλα πήγαν καλά» που είπε ο Σαμαράς σημαίνει πως όλα πήγαν καλά για το πολιτικό σύστημα. Η οικονομία βεβαίως έχει άλλη γνώμη καθώς από πουθενά δεν προκύπτει πως οι όροι που μπαίνουν από τους δανειστές μας, μπορούν να οδηγήσουν στην ανάσχεση της ύφεσης και πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη. Από πού θα έρθει η ανάπτυξη όταν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα έχουν στη διάθεσή τους μόνο το 70% του όποιου πλεονάσματος μπορεί να παράγει κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός; Από πού θα έρθει η ανάπτυξη όταν οι παραγωγικοί πόροι της χώρας θα έχουν εκποιηθεί όσο – όσο, αποκλειστικά και μόνο να γεμίζει ο «ειδικός λογαριασμός»;
Για να μη βρεθούν στο κοντινό μέλλον πολιτικοί οι οποίοι θα δηλώνουν «δεν ήξερα», τους συνιστώ να διαβάσουν προσεκτικά την ακόλουθη παράγραφο από την επίσημη ανακοίνωση του Eurogroup:
Για να κερδίσεις όμως μια ευκαιρία πρέπει να την πιστεύεις. Η ελληνική κυβέρνηση δεν πίστεψε σε αυτή την ευκαιρία. Άλλωστε διάφορα συστημικά «παπαγαλάκια» παίρνοντας «γραμμή» από Μαξίμου, έλεγαν και έγραφαν όλες τις τελευταίες μέρες πως δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός προσδιορισμός της βιωσιμότητας του χρέους και ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριζαν πως είτε βάλεις το πήχη στα 120 δις ή στο 1 τρις είναι το ίδιο αυθαίρετο. Συνεπώς το μόνο που πρέπει να μας νοιάζει είναι να πάρουμε τα λεφτά.
Ο πήχης λοιπόν μπήκε χαμηλά για να μπορέσει εύκολα ο Σαμαράς να περάσει από πάνω. Παίρνουμε πράγματι τα λεφτά κι αυτό δίνει μια επικοινωνιακή ανάσα στην κυβέρνηση. Κυρίως όμως θα φέρει τη «μπάλα» στο «γήπεδο» που τόσο καλά ξέρει να παίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δηλαδή στα σενάρια ανασχηματισμού, στο ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουν, στο αν θα γίνει ή δεν θα γίνει Αντιπρόεδρος ο Βενιζέλος, κοκ. Δυστυχώς, αυτό είναι που παρουσιάζεται σήμερα ως επιτυχία.
Ένα ετοιμοθάνατο πολιτικό σύστημα είναι σαφές πως δεν έχει τα κότσια να δώσει μάχες. Αδυνατεί να χαράξει πολιτική μακράς διάρκειας, η οποία σε τελική ανάλυση είναι κι αυτή που δημιουργεί τα ιστορικά γεγονότα. Αγνοεί τις πραγματικές εθνικές ανάγκες και κοιτάζει πως θα τα βολέψει όπως – όπως, ώστε να εξαγοράσει χρόνο πολιτικής βιωσιμότητας. Με απλά λόγια, ανταλλάσσεται η εθνική βιωσιμότητα με τη βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος.
Από κει και πέρα ουδείς νοιάζεται σοβαρά αυτή τη στιγμή για το εάν το ελληνικό χρέος θα είναι πράγματι στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και σημαντικά χαμηλότερο του 110% το 2022. Κι αν δεν είναι; Ε, αν δεν είναι θα βγει ο πρωθυπουργός εκείνου του τριμήνου, ίοως από το Καστελόριζο (αν ανήκει ακόμη στην ελληνική επικράτεια…) και θα εξαγγείλει το Μνημόνιο Νο 10, στο οποίο μεταξύ άλλων θα προβλέπεται η «αξιοποίηση» των αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης της Ακρόπολης.
Αλλά αυτή την προβολή στο μέλλον δεν την κάνει κανένας σήμερα καθώς όλοι είναι ευχαριστημένοι. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης «έσωσαν» για άλλη μια φορά τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανακουφίστηκε από τον φόβο του να πάει κάτι στραβά και να κληθεί να κυβερνήσει, ο Άδωνις Γεωργιάδης θα συνεχίσει να πουλάει τα βιβλία του και το ζεύγος Μιχαλολιάκου μπορεί να πάει να ψωνίσει κάνα καινούργιο …Vacheron Constantin.
Το «όλα πήγαν καλά» που είπε ο Σαμαράς σημαίνει πως όλα πήγαν καλά για το πολιτικό σύστημα. Η οικονομία βεβαίως έχει άλλη γνώμη καθώς από πουθενά δεν προκύπτει πως οι όροι που μπαίνουν από τους δανειστές μας, μπορούν να οδηγήσουν στην ανάσχεση της ύφεσης και πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη. Από πού θα έρθει η ανάπτυξη όταν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα έχουν στη διάθεσή τους μόνο το 70% του όποιου πλεονάσματος μπορεί να παράγει κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός; Από πού θα έρθει η ανάπτυξη όταν οι παραγωγικοί πόροι της χώρας θα έχουν εκποιηθεί όσο – όσο, αποκλειστικά και μόνο να γεμίζει ο «ειδικός λογαριασμός»;
Για να μη βρεθούν στο κοντινό μέλλον πολιτικοί οι οποίοι θα δηλώνουν «δεν ήξερα», τους συνιστώ να διαβάσουν προσεκτικά την ακόλουθη παράγραφο από την επίσημη ανακοίνωση του Eurogroup:
«Η αναθεώρηση των όρων (του ελληνικού προγράμματος) περιλαμβάνει την υιοθέτηση νέων εργαλείων από την Ελλάδα για την ενίσχυση του προγράμματος, κυρίως μέσω μηχανισμών διόρθωσης για την εξασφάλιση των δημοσιονομικών στόχων και των στόχων για τις ιδιωτικοποιήσεις και μέσω αυστηρότερων κανόνων για την κατάρτιση και εποπτεία του προϋπολογισμού. Ακόμα η Ελλάδα έχει ενισχύσει σημαντικά τoν ειδικό λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του χρέους. H Ελλάδα θα μεταφέρει στο λογαριασμό αυτό όλα τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα επιδιωκόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και 30% του πλεονάζοντος πρωτογενούς πλεονάσματος, για την τήρηση της εξυπηρέτησης του χρέους σε τριμηνιαία βάση. Επίσης, η Ελλάδα θα ενισχύσει την διαφάνεια και θα προσφέρει πλήρη ex ante και ex post πληροφόρηση στους EFSF/ESM για της συναλλαγές στον ειδικό λογαριασμό».
Τόσο ταπεινωτικούς όρους δεν περιείχε ούτε η Συνθήκη των Βερσαλλιών που αναγκάστηκε να υπογράψει η ηττημένη Γερμανία μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα εκείνης της συνθήκης ήταν να πέσει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και να ανοίξει ο δρόμος για την άνοδο του Χίτλερ.
ΥΓ: Στις 28 Ιουνίου 1919, όταν ο Χέρμαν Μύλλερ, Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε τουλάχιστον την πολιτική εντιμότητα να μην πει στο λαό του πως «όλα πήγαν καλά».
ΥΓ: Στις 28 Ιουνίου 1919, όταν ο Χέρμαν Μύλλερ, Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε τουλάχιστον την πολιτική εντιμότητα να μην πει στο λαό του πως «όλα πήγαν καλά».