Συνηθίζεται τις ημέρες αυτές να διηγούμαστε ιστορίες αγάπης. Αγάπης που μας άλλαξε. Μία τέτοια θέλω να εξομολογηθώ στις λεπτομέρειές της, ως οφειλή και ευχαριστία.
Πριν πολλά χρόνια δούλευα σε ένα Ψυχιατρικό Νοσοκομείο στα περίχωρα του Παρισιού. Έπαιρνα το τραίνο από το Gare du Nord. Επέστρεφα πάντα την ίδια ώρα το βραδάκι και έπαιρνα το λεωφορείο από την απέναντι στάση. Εκεί, τις περισσότερες φορές, περίμενε ένας περίπου συνομήλικός μου άνδρας που ήταν «μογγολάκι». Είχαμε και οι δύο από μια τσάντα, κουρασμένο ύφος και κάρτα απεριόριστων διαδρομών. Κάναμε τις ίδιες κινήσεις. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση. Ευτυχώς το λεωφορείο ήταν αρκετά άδειο. Άρχισα κι εγώ να κάθομαι στην ίδια θέση ή τουλάχιστον μέσα στο οπτικό του πεδ�ο.
Τον παρατηρούσα. Σκεφτόμουν ότι αυτός ο «καθυστερημένος» και εγώ ο «προχωρημένος» για την ηλικία μου τελικά δεν διαφέραμε ουσιαστικά. Αυτή η συμμετρία ήταν ένα ισχυρό χτύπημα στον ναρκισσισμό μου και σε αυτήν αντέδρασα εγκαθιστώντας την «επιστημονική» ασυμμετρία: Εγώ τον μελετούσα!
Και μάλιστα στην περιφέρεια των υψηλών επιστημονικών ενδιαφερόντων μου! Ήταν η εποχή που αναμετριόμουν με τη μεγάλη τρέλα, τη σχιζοφρένεια, το χαοτικό παραλήρημα, την αυτοκτονία και απέφευγα τη σχέση με τη νοητική υστέρηση που θεωρούσα «φτωχή ψυχικά» και «άνευ ενδιαφέροντος» για μας τους ψυχιάτρους, εκπαιδευόμενους ψυχαναλυτές, σημειολόγους, μοντερνιστές και όλες τις «παπάρες» αχνιστές.
Είμαστε κοντά στα Χριστούγεννα και ένα βράδυ επιστρέφοντας, βλέπω μπροστά στη στάση έργα εν όψει του στολισμού και ένα σημείωμα που έγραφε ότι το λεωφορείο θα έκανε παράκαμψη και να το πάρουμε από την επόμενη στάση. Αυτή δεν ήταν μακριά αλλά από το σημείο ήταν αθέατη γιατί μεσολαβούσε μία γωνία.
Ο καθυστερημένος μου δεν ήταν στην στάση! Με έπιασε μία τρελή αγωνία. Ήξερε να διαβάζει; Αν όχι; Τον φανταζόμουν να έρχεται και να περιμένει ώρες μες στο κρύο το λεωφορείο. Αποφάσισα να τον περιμένω.
Περίμενα πάνω από μισή ώρα. Ύστερα σκέφθηκα κάτι ανακουφιστικό για μένα, ότι σήμερα δεν πήγε στη δουλειά, ότι είναι άρρωστος (δηλαδή και πάλι κάτι ελλειμματικό γι΄ αυτόν) και κινήθηκα προς την επόμενη στάση.
Ήταν εκεί. Με περίμενε με τα μάτια καρφωμένα στη γωνία. Μόλις έστριψα και με είδε άρχισε να χειρονομεί, να με χαιρετά και να με μαλώνει από μακριά. Από κοντά με εντονότατη δυσαρθρία, με χαρά και θυμό, μού έλεγε tu es un con, ένας ηλίθιος, ένας αγράμματος, ανίκανος να διαβάσω ένα μικρό σημείωμα και πως εξαιτίας μου περίμενε μέσα στο κρύο για να με βάλει στο λεωφορείο!
Μπήκαμε στο λεωφορείο, κάθισε στην ίδια θέση, κάθισα κοντά του, προσπάθησα να του μιλήσω. O φίλος μου μού έδειξε με το βλέμμα μια από τις θέσεις όπου καθόμουν συνήθως όταν τον παρατηρούσα.
Ολα στην επιφάνεια ήταν ξανά ίδια. Μέσα μου όμως είχε ξεκινήσει ένα καινούριο υπαρξιακό ταξίδι στην αναζήτηση της νοημοσύνης της καρδιάς.
*Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος - ψυχαναλυτής.