Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Ανησυχητικά στοιχεία για σακχαρώδη διαβήτη σε παιδιά και εφήβους

Στους γονείς στρέφουν τώρα την προσοχή τους οι επιστήμονες, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς πλέον ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ παρουσιάζει αυξητική τάση σε παιδιά και εφήβους....



Σύμφωνα με το αθηναϊκό πρακτορείο, μέχρι πριν από μία δεκαετία το ποσοστό των εφήβων που παρουσίαζαν «διαβήτη των ενηλίκων» δεν ξεπερνούσε το 3%. Σήμερα, η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ στους εφήβους με διαβήτη αγγίζει το 40%. Το ανησυχητικό αυτό στοιχείο δείχνει ότι ο σακχαρώδης διαβήτης είναι η μεγάλη απειλή των ετών που θα ακολουθήσουν, επισημαίνουν οι επιστήμονες, προσθέτοντας ότι η πρόληψη και η θεραπευτική αντιμετώπισή του είναι το Α και το Ω για την αναχαίτιση της επιδημίας.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν σε συνέντευξη Τύπου ο επίκουρος καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Χαλβατσιώτης και ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Υφαντόπουλος, 366 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς, 52,8 εκατ. ζουν στην Ευρώπη ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι μέχρι το 2030 ο αριθμός των πασχόντων θα φθάσει στα 64 εκατ. Το 75% των ατόμων με διαβήτη έχει χάσει τη ζωή του λόγω καρδιαγγειακών προβλημάτων - την πρώτη αι�ία θανάτου στην Ευρώπη.

Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, έχει υπολογιστεί ότι οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη ανήλθαν το 2011 σε 603.360 (7% των ενηλίκων) και αναμένεται αύξηση των κρουσμάτων, καθώς το ένα τέταρτο του ανδρικού πληθυσμού στο λεκανοπέδιο της Αττικής παρουσιάζει προδιαβήτη με την εικόνα του μεταβολικού συνδρόμου. «Η σχέση του σακχαρώδη διαβήτη με την παχυσαρκία και το μεταβολικό σύνδρομο είναι «στενή"» υπογράμμισε ο κ. Χαλβατσιώτης.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το ποσοστό των πασχόντων στη χώρα μας θα φθάσει το 8,3% έως το 2030.

Σύμφωνα με τον κ. Χαλβατσιώτη, ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως το «τσουνάμι» του 21ου αιώνα. Κάθε 7 δευτερόλεπτα καταγράφεται ένας θάνατος και ετησίως 4,6 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χάνουν τη ζωή τους.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, επιβάλλεται η σωστή ρύθμιση του σακχάρου, διαφορετικά μπορεί να εμφανισθούν επιπλοκές επικίνδυνες ακόμη και για τη ζωή του πάσχοντα.

«Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ τείνει να εξελιχθεί σήμερα σε μία σύγχρονη επιδημία με σημαντικές κλινικές και οικονομικές επιπτώσεις στην κοινωνία και τα υγειονομικά συστήματα» ανέφερε ο κ. Υφαντόπουλος. Από επιδημιολογικές και φαρμακο-οικονομικές μελέτες, σημείωσε, προκύπτει ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ επιβαρύνει πολλαπλά όχι μόνο τη σωματική υγεία των ασθενών, αλλά ταυτόχρονα την ψυχολογική και την κοινωνική τους διάθεση.

Όπως επισήμανε ο κ. Χαλβατσιώτης, η σωστή ρύθμιση του διαβήτη δεν προσφέρει μόνο ποιότητα ζωής στον πάσχοντα, αλλά μειώνει και το κόστος της νόσου. Υπολογίζεται ότι το 7,7% του συνόλου των δαπανών υγείας αφορά στην αντιμετώπιση των πασχόντων από διαβήτη.

Μελέτη που έγινε σε 51 Κέντρα Διαβήτη στην Ελλάδα, έδειξε ότι το ετήσιο κόστος ενός καλά ρυθμισμένου διαβητικού είναι κατά πολύ μικρότερο από αυτό ενός ατόμου που δεν έχει ρυθμίσει σωστά την πάθησή του.

Τα νέα καινοτόμα φάρμακα, επισήμαναν οι επιστήμονες, βελτιώνουν πολύ την ποιότητα ζωής των ασθενών. Προσφάτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη χρήση της βιλνταγλιπτίνης σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ ως μονοθεραπεία σε ασθενείς οι οποίοι δεν μπορούν να ρυθμίσουν το σάκχαρό τους με δίαιτα και άσκηση και δεν μπορούν να λάβουν ως θεραπεία τη φαρμακευτική ουσία μετφορμίνη (χορηγείται ως βασική θεραπεία στους πάσχοντες από διαβήτη τύπου ΙΙ).

Καταλήγοντας οι δύο επιστήμονες τόνισαν ότι επιβάλλεται η λήψη μέτρων δημόσιας υγείας για την πρόληψη και την ενημέρωση του κοινού για την υιοθέτηση ενός υγιέστερου τρόπου επιβίωσης. Σημείωσαν επίσης, ότι οι χώρες-μέλη της ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσουν μία ολιστική προσέγγιση της ασθένειας, που θα βασίζεται σε μία πολυπαραγοντική ανάλυση, στην οποία θα εξετάζεται το φάσμα παροχής των υπηρεσιών υγείας που θα διατίθεται για τη νόσο σε σχέση με τη διατήρηση και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.