Όταν ο Πλούταρχος έγραφε τα περίφημα έργα του «Βίοι Παράλληλοι», αφηγούμενος τις όμοιες ζωές σπουδαίων ρωμαίων και ελλήνων της αρχαιότητας, μάλλον δεν γνώριζε πόσο επίκαιρα...
θα ήταν στην αυγή του 21ου αιώνα. Ας ταξιδέψουμε τώρα στο 2012, όπου «οι πολιτικοί στην Αθήνα έχουν ξοδέψει τον περισσότερο χ�όνο έπειτα από τις εκλογές της 6ης Μαΐου φιλονικώντας δριμύτατα αντί να βρίσκουν μία έξοδο από το απειλητικό αδιέξοδο, υποχρεώνοντας τη χώρα σε νέες και απρόβλεπτες εκλογές».
Μολονότι τα σύννεφα πυκνώνουν επικίνδυνα πάνω από την Ελλάδα «ακόμα και τώρα [οι πολιτικοί] επιδεικνύουν μικρή ροπή προς το να εξηγήσουν ότι οι επαναληπτικές εκλογές στις 17 Ιουνίου θα είναι μία βαριά επιλογή μεταξύ της παραμονής στο ευρώ και [της εξόδου]».
Στην Ιταλία, η πραγματικότητα δεν είναι πολύ καλύτερη. Πριν από λίγους μήνες, ο ιταλικός πολιτικός κόσμος, «ηγ! ούμε νος από τον σκανδαλοβουτηγμένο πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κρίση [...] και παρέδωσε τη χώρα στον τεχνοκράτη Μάριο Μόντι για να σώσει την [κατάσταση].
»Όλα τα μεγάλα κόμματα της Ιταλίας είναι σημαδεμένα από μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς», με πρώτη την Λέγκα του Βορρά, που κατηγορείται για εντυπωσιακές παρανομίες στη χρηματοδότησή της.
Στον απόηχο των προβλημάτων που βιώνουν οι δύο χώρες, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών έχει στραφεί σε κόμματα διαμαρτυρίας. Ποια είναι λοιπόν τα αίτιατης αυτής της εντυπωσιακής αλλαγής, και ακόμη περισσότερο, ποιες οι πηγές αυτής της πολιτικής απίθανης αδυναμίας, διερωτάται το πρακτορείο Reuters.
«Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι και στις δύο χώρες οι παραδοσιακοί πολιτικοί επιτέλους υποφέρουν από την οργή των πληθυσμών που, έως τώρα, τους ψήφιζαν με ικανοποίηση, καθώς η οικονομική κρίση προκαλεί βαθιά βάσανα για τους κοινούς ανθρώπους».
Το πρόβλημα πηγάζει ιστορικά από το γεγονός ότι «σε αμφότερες την Ιταλία και την Ελλάδα, η διαφθορά τροφοδοτούταν από τα ποσά που χρειάζονταν για! τη δ ιεξαγωγή της πολιτικής στην εποχή της τηλεόρασης, [ενώ] τα κέρδη που προέρχονταν από την πώληση κρατικής περιουσίας, σε συνδυασμό με τις άκαμπτες κομματικές δομές, βοήθησαν στο να δημιουργηθούν αυτοεξυπηρετούμενες πολιτικές τάξεις».
Οι κομματικές δομές «ευνόησαν επίσης την άνοδο πολιτικών της μηχανής, αντί για χαρισματικούς ηγέτες, μπλοκάροντας πιο ταλαντούχους νεοεισερχόμενους [πολιτικούς]».
Ένας άλλος παράγοντας που συνεισέφερε στην δημιουργία αυτού του πολιτικού οικοδομήματος ήταν «το σύστημα της πελατοκρατίας ή της προστασίας, που �χει τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, και τον [...] "θάνατο των ιδεολογιών" που ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ληστεύοντας τα κόμματα από τα βασικά πιστεύω που τα καθοδηγούσαν επί δεκαετίες».
Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι εάν αυτή η πολιτική τάξη, καλή ή κακή, μπορεί πραγματικά να διαχειριστεί την συνεχιζόμενη κρίση.