Την προηγούμενη Δευτέρα, γύρω στις οχτώ το πρωί, περίμενα το λεωφορείο «32» για να κατέβω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στη στάση, μια κυρία, γύρω στα 55, με καφέ ταγέρ και μαύρα χαμηλοτάκουνα παπούτσια, φαινόταν τόσο λυπημένη, που μετά βίας κρατούσε την ομπρέλα για να προστατευτεί από το ψιλόβροχο. Δε μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της, ήταν από αυτές τις περιπτώσεις που σε μαγνητίζει η στενοχώρια του άλλου. Λες και στο πρόσωπό της έτρεχαν όλες οι συμφορές του κόσμου. Όταν ήρθε το λεωφορείο, καθίσαμε στις διπλανές θέσεις. Αρκετή κίνηση στη διαδρομή, π�άσαμε την κουβέντα.
«Στο δικαστήριο πηγαίνω πάλι, για αυτή τη ρημάδα την υπόθεση. Δεν αντέχω άλλο, έχω αγανακτήσει, από το 2007 τραβιέμαι κι ακόμη δεν έχει εκδικαστεί», μου έλεγε με παράπονο η κυρία Άννα, μόνιμη κάτοικος Αμπελόκηπων. Πριν από πέντε χρόνια, της έκλεψαν μια τσάντα με μετρητά και δύο λευκά μπλοκ επιταγών του εργοδότη της. Μολονότι οι τρεις δράστες πιάστηκαν μετά από ένα μήνα, η υπόθεση δεν έχει τελεσιδικήσει. Ύστερα από πέντε χρόνια, ο ένας δράστης έχει πεθάνει, η κυρία Άννα έχει παραστεί σε πέντε δίκες και ο εργοδότη της, αν και έκανε άμεσ! η ανάκληση των επιταγών στην τράπεζα, άρχισε να δέχεται στην επιχείρηση του διαταγές πληρωμής! Έπειτα από δυο δικαστήρια για ακύρωση των διαταγών πληρωμής και δύο για να μην προχωρήσουν σε πλειστηριασμό, ο εργοδότης της κυρίας Άννας υποχρεούται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και σε ποινικό δικαστήριο, διότι τον κατηγορούν για χρήση ακάλυπτων επιταγών!
«Το δίκιο μας δε θα το βρούμε ποτέ και θα έχουμε μπει μέσα τουλάχιστον τρία χιλιάρικα. Τα παράβολα μόνο να δεις πόσο έχουν ακριβύνει, και θα δεις για τι ποσά μιλάμε», μου είπε με χαμηλωμένα μάτια, σαν να ν�ρεπόταν, και μου έδειξε τον πάκο των χαρτιών που βαστούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, δεν είχα ιδέα τι είναι τα δικαστικά παράβολα γιατί δεν είχε χρειαστεί ποτέ να προσφύγω σε δικαστήριο . Το βράδυ που γύρισα σπίτι, έψαξα στο διαδίκτυο να βρω για ποιο λόγο διαμαρτυρόταν η κυρία Άννα, πλην του σουρεαλιστικού χαρακτήρα της υπόθεσής της και της εξωφρενικής καθυστέρησης των πέντε χρόνων. Να σου έχουν κλέψει 15.000 μετρητά, δύο λευκά μπλοκ επιταγών και να χρειάζεσαι και τρία χιλιάρικα για διεκδικήσεις το δίκιο σου δεν τα λες και λίγα.
Ού! τε στ! ο διαδίκτυο μπόρεσα να βγάλω άκρη, πολλές οι αλλαγές από το 2010, πολλές οι εξαιρέσεις και οι ειδικές κατηγορίες. Το μόνο που συναντούσα συχνά, σε σχετικά μπλογκ και δικηγορικές ιστοσελίδες, ήταν έντονη κριτική για το νόμο 4055/2012 περί «Δίκαιης δίκης και περιπτώσεις φαινομένων αρνησιδικίας». Αποφάσισα λοιπόν να απευθυνθώ σε διάφορους δικηγόρους, νέους κι έμπειρους, για να με κατατοπίσουν. «Μας έχουν χαντακώσει με τις αυξήσεις», «το πολυνομοσχέδιο δημιούργησε δύο κατηγορίες πολιτών», «ο Φ.Π.Α μας ξετίναξε», «δεν έχουμε δικαιοσύνη», «αυτοί οι σοφοί διέλυσαν τ� επάγγελμα», λίγες μόνο από τις οργισμένες φράσεις που άκουγα από την άλλη πλευρά του ακουστικού. Φράσεις οι οποίες γύριζαν στο κεφάλι μου σαν πρωτοσέλιδα εφημερίδων. «Μεγάλε έχεις χαρτί; Πιάσε στυλό και γράφε», μου είπε ένας σαραντάρης δικηγόρος που εργάζεται στη Θεσσαλονίκη και τον συνάντησα ακριβώς έξω από τα δικαστήρια.
Αυτό κι έκανα, καταμέτρησα τις πιο σημαντικές αυξήσεις που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία διετία. Πρόκειται για ανελαστικά έξοδα, για αυτά δηλαδή που σε όποιον δικηγόρο κι αν απευθυνθείς είσαι υποχρεωμένος να τα πληρώσεις. �! �υσικ! ά, λόγω διακύμανσης δε συμπεριέλαβα την πληρωμή των δικηγόρων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ισχυρίζεται ότι ο Νόμος 4055/2012 είναι καθαρά εισπρακτικός και ότι τα περί «αποσυμφόρησης των δικαστηρίων» αποτελούν απλώς τη βιτρίνα των αυξήσεων. Η αρχή της αύξησης του κόστους της δικαιοσύνης άρχισε τον Ιούλιο του 2010, με την επιβολή 23%Φ.Π.Α στις δικηγορικές υπηρεσίες (Ν 3842/2010). «Το μεγαλύτερο πλήγμα το δέχονται οι νέοι δικηγόροι, οι οποίοι αφενός τιμολογούν χαμηλά, αφετέρου αδυνατούν να απορροφήσουν το Φ.Π.Α όπως τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία, που απλώς μειών�υν το κέρδος τους. Ουσιαστικά, πραγματοποιείται ένας βίαιος μετασχηματισμός του κλάδου μας», μου εξηγεί ο Γιώργος Κότσιρας, πρόεδρος της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων δικηγόρων Αθηνών.
Δεν είμαι σε θέση να συμμεριστώ ή όχι την άποψή του, ωστόσο την ίδια γνώμη εξέφρασαν και οι εννιά νέοι δικηγόροι (έως 35 ετών) με τους οποίους επικοινώνησα, ότι δηλαδή με το Φ.Π.Α και τις υπόλοιπες αυξήσεις είναι αδύνατον να αντέξουν στην αγορά και σύντομα θα εργάζονται σαν είλωτες σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες. Ποιες είναι οι άλλες αυξήσεις; Η παράσταση πολιτικής αγ�! �γής �! �υξήθηκε από 50 σε 100 ευρώ και το παράβολο για την κατάθεση έγκλησης/μήνυσης από 10 σε 100 ευρώ. Μαζί με την κατάθεση της έγκλησης στις κατά τόπους εισαγγελίες απαιτούνται κι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Επειδή τα ειρηνοδικεία, όπου γίνονται οι ένορκες βεβαιώσεις λειτουργούν πρωινές ώρες, οι πιο πολλοί απευθύνονται τα απογεύματα σε συμβολαιογράφους, οι οποίοι χρεώνουν το λιγότερο 50 ευρώ για την παρουσία τους. Σε περίπτωση που η έγκληση/μήνυση κακοτυχήσει και απορριφθεί προτού φτάσει στο δικαστήριο, απαιτείται παράβολο τριακοσίων ευρώ για την άσκηση προσφυ�ής- πριν τον Ν. 4055/2012 δεν προβλεπόταν ανάλογη χρέωση. Δεν τελειώσαμε, έχει και συνέχεια.
Για την άσκηση έφεσης στα πολιτικά δικαστήρια παράβολο 200 ευρώ, για την αναίρεση 300 ευρώ και για την αναψηλάφηση 400 ευρώ. Όπως λέει ο νόμος, αν «δεν κατατεθεί το παράβολο το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο». Για αίτηση εξαίρεσης δικαστών παράβολο 100 ευρώ, για προσφυγή κατά κλητήριου θεσπίσματος 300 ευρώ και για παραπομπή, με αίτημα διάδικου, ένα ένδικο μέσο ή βοήθημα από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια στον Άρειο Πάγο χρειάζεται παράβολο 30! 0 ευρ�! � –δεν τολμώ να αναφερθώ στα υπόλοιπα παράβολα της διοικητικής δικαιοσύνης, είναι δεκάδες, φερ' ειπείν το παράβολο για την ανακοπή ερημοδικίας ορίστηκε στα 150 ευρώ. Σημειωτέον, όλες οι προηγούμενες χρεώσεις είναι καινούριες και δεν ίσχυαν πριν την εφαρμογή του Ν. 4055/2012. «Δημιούργησαν μια νομοθεσία με αφορμή την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, αλλά ουσιαστικά αυτό που κατάφεραν ήταν να καταστήσουν απαγορευτική την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο μέσο πολίτη», μου αναλύει ο τριάντα δύο χρονών δικηγόρος, Γιάννης Μπιλάλης, και συνεχίζει λέγοντας πως «δεν είναι �υνατόν να αύξησαν 600% το μεγαρόσημο».
Από τις 13 Φεβρουαρίου του 2012, σύμφωνα με το Νόμο 4043/2012 (άρ.7, παρ. 10), το μεγαρόσημο, το οποίο αποσκοπεί στη συλλογή χρημάτων για τις κτιριακές εγκαταστάσεις των δικαστηρίων, έχει αυξηθεί από 0,5 σε 3 ευρώ για την κατάθεση και από 0,5 σε 2 ευρώ για την παραλαβή. Με άλλα λόγια, αν χρειάζεσαι τρία αντίγραφα για πιστοποιητικό μη πτώχευσης καλείσαι να πληρώσεις 15 ευρώ από κει που θα έδινες 3! «Παλαιότερα, τα πιστοποιητικά και τις αιτήσεις δεν τα χρεώναμε στους πελάτες μας. Τώρα, δε γίνεται κάθε μέρα να δίνουμε 15 και 20 ευρώ από ! τη τσ! έπη μας», μου λέει η Κική Μαυροπούλου, δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Γιώργος Κότσιρας σημειώνει πως «μέχρι στιγμής δε φαίνεται να έχει μεγάλη ανταποδοτικότητα του μεγαρόσημου. Μοναδική εξαίρεση το ειρηνοδικείο, για την κατασκευή του οποίου άκουγα από μικρό παιδί».
Τέλος, καθοριστικό κομμάτι -και με πολλές εσοχές…- για την κατανόηση του παζλ της ακρίβειας στη δικαιοσύνη, είναι και η αύξηση του δικαστικού ενσήμου από 4 σε 8 τοις χιλίοις σύμφωνα με το Νόμο 4093/2012 (μεσοπρόθεσμο). Μη ξεγελιέστε, η αύξηση δεν είναι μικρή. Αφενός, μιλάμε για διπλασιασμό το� ενσήμου, αφετέρου το καθοριστικό στοιχείο είναι πως τα χρήματα προκαταβάλλονται. Τουτέστιν, αν κάποιος ζητάει από το δικαστήριο να το αναγνωριστούν και να του καταβληθούν 100.000 ευρώ, είναι υποχρεωμένος να προπληρώσει 800 ευρώ επειδή απασχολεί με την υπόθεσή του το δικαστήριο. Εννοείται πως στην περίπτωση που το δικαστήριο του αναγνωρίσει 50.000 ευρώ, τα 400 ευρώ δεν θα του επιστραφούν πίσω. «Με αυτό τον τρόπο ευνοούνται οι μεγάλες εταιρείες και οι ασφαλιστικές, όσοι δηλαδή έχουν χρήματα να πληρώσουν αυτά τα υπέρογκα ποσά», μου εξηγεί ένας δικηγόρος από τη! ν Κρή! τη που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του, και συμπληρώνει πως «η παράλογη αύξηση σημαίνει ότι σε υποθέσεις που το ποσό το οποίο πρόκειται να καταβληθεί είναι αβέβαιο, π.χ σε ηθική βλάβη, οι πολίτες δεν θα διεκδικούν μεγάλα ποσά αποζημίωσης γιατί δεν θα έχουν να προπληρώσουν το δικαστικό ένσημο».
Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και η κουβέντα που είχα με την αντιπρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, κυρία Ιωάννα Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη, η οποία μου δήλωσε τα εξής: «Η αύξηση του ποσοστού του καταβαλλόμενου επί του αντικειμένου της ένδικης διαφοράςδικαστικού ενσήμου επιβεβαιώνει πλήρως την καθαρά εισπρακτική προσέγγιση των δήθεν μεταρρυθμίσεων που καταλήγουν να αποτρέπουν τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ενός δικαιώματος που αποτελεί τον πυρήνα δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, καθιστώντας πια τη Δικαιοσύνη εκ των πραγμάτων, ιδίως σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ένα αγαθό πολυτελείας».
Έχοντας κατά νου τις διαμαρτυρίες των δικηγόρων για τη συρρίκνωση του επαγγέλματος, το αν είναι δίκαια ή άδικη η επιβολή Φ.Π.Α στις δικηγορικές υπη! ρεσί�! �ς, την περίπτωση της κυρίας Άννας -που στην πορεία του ρεπορτάζ διαπίστωσα ότι μόνο στα δικά μου μάτια ήταν εντυπωσιακή, για το νομικό κόσμο της Ελλάδας ήταν απλώς μια συνηθισμένη ιστορία – κι όλες τις αυξήσεις που εντόπισα στα δικαστικά έξοδα, οι οποίες σε συνάρτηση με την αναποτελεσματικότητα των δικαστηρίων (για το λεγόμενο «εύλογο χρόνο», δηλαδή για την υπερβολική καθυστέρηση, έχουμε καταδικαστεί ουκ ολίγες φορές στο ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιωμάτων του ανθρώπου) προφανώς και λειτουργούν αποτρεπτικά για κάποιον να προσφύγει στη δικαιοσύνη, αποφά�ισα να επικοινωνήσω με το γενικό γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης Δ.Α.Δ, κύριο Νίκο Κανελλόπουλο, για να μου εξηγήσει το πνεύμα των αυξήσεων.
«Όταν η δικαιοσύνη για να λειτουργήσει χρειάστηκε 500.000.000 εκατομμύρια ευρώ μόνο για το 2012, καταλαβαίνετε ότι πλέον ο προϋπολογισμός, με τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει, αδυνατεί να επιχορηγήσει το σύστημα δικαιοσύνης. Πρέπει λοιπόν να αποφασίσουμε αν το κόστος λειτουργίας της δικαιοσύνης θα το επιβαρύνονται όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες ή αυτοί που θα προσφεύγουν στα δικαστήρια», μου εξηγεί ο! κύρι! ος Κανελλόπουλος και προσθέτει πως «για να βρεις αυτά τα έσοδα πρέπει να μειώσεις μισθούς και συντάξεις ώστε να τα τοποθετήσεις στη δικαιοσύνη. Φέτος, στα δικαστήρια δώσαμε 9.000.000 ευρώ μέσω ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ (Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων) για να πληρώσουν τις ανάγκες τους. Πάντως, πιστεύω ότι κινηθήκαμε σε λογικά πλαίσια και πως η ύπαρξη ασφαλιστικών δικλείδων, όπως η εξαίρεση των εργασιακών και των οικογενειακών, διασφαλίζει τους πολίτες. Το αποδεικνύουν άλλωστε και οι αριθμοί. Οι αγωγές δε μειώθηκαν, οι μηνύσεις το ίδιο, προφανώς περιορίστηκαν κάπο�ες καταχρηστικές δικαστικές ενέργειες».
Συν τοις άλλοις, στη σύντομη συζήτησή μας, ο κύριος Κανελλόπουλος με ενημέρωσε ότι το Υπουργείο φιλοδοξεί να συγκεντρώσει 40.000.000 ευρώ από τα παράβολα -περίπου 10% επί του συνόλου των εξόδων-, μου επισήμανε ότι προωθείται με γρήγορους ρυθμούς η ηλεκτρονική δικαιοσύνη (πέρασμα της δικαιοσύνης στην ηλεκτρονική εποχή, αλλά τα παράβολα θα παραμείνουν), μου αιτιολόγησε την αύξηση του μεγαρόσημου, λέγοντας ότι είχε να αυξηθεί από το 1992, και μου είπε ότι όποιος πολίτης δεν έχει χρήματα, μπορεί να απευθυνθεί στη νομικ�! � βοή�! �εια. Έτσι όπως μου περιέγραψε την κατάσταση, με τους δικομανείς Έλληνες και το τρομακτικό κόστος της λειτουργίας του συστήματος δικαιοσύνης, κόντεψε να με πείσει. Ανασκουμπώθηκα και τηλεφώνησα στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών, για να με προμηθεύσει με στοιχεία, ώστε να μπορέσω να ελέγξω αν όντως έχουν διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα οι μηνύσεις και οι αγωγές.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2011, τη χρονιά δηλαδή που είχε επιβληθεί μόνο ο Φ.Π.Α και δεν είχαν ψηφιστεί οι υπόλοιπες αυξήσεις, οι παραστάσεις των δικηγόρων ήταν 366.923, τη στιγμή που το 2007 ήταν 468.278.Μάλιστα, ο αριθμός των δικηγόρων αυξήθηκε κατά 1.609 άτομα μέσα στην τετραετία, άρα αντιστοιχούν λιγότερες παραστάσεις ανά δικηγόρο. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2007, το ποσοστό των δικηγόρων που είχαν κάτω από 4 παραστάσεις ήταν 46,69%, και τέσσερα χρόνια αργότερα σκαρφάλωσε στο 63,46%. Φανταστείτε τι θα ακολούθησε μετά την εφαρμογή του Ν. 4055/2012! Βέβαια, αυτό τελικώς ήταν το λιγότερο που με ενόχλησε στα λεγόμενα του γενικού γραμματέα.
Σκεφτόμενος την άποψή του, ότι το κόστος της λειτουργίας της δικαιοσύνης πρέπει να το επιβαρύνεται κυρίως αυτός που προσφεύ�! �ει σ�! �α δικαστήρια και να μην επιμερίζεται σε όλους τους φορολογούμενους, μου ήρθε στο μυαλό «ο Πλούτος των Εθνών» του σκοτσέζου φιλόσοφου Άνταμ Σμιθ, ένα έργο στο οποίο ανατρέχαμε συχνά στο Πάντειο. Εκεί, ο Σμιθ υποστηρίζει ότι οι τρεις βασικοί πυλώνες του κράτους είναι η άμυνα της χώρας, η δικαιοσύνη και η παιδεία. Κοινώς, αυτές είναι οι τρεις βασικές κι απαρέγκλιτες υποχρεώσεις του κράτους. Τι σόι λογική είναι αυτή, που θέλει το κόστος της δικαιοσύνης να το αναλαμβάνει αυτός που ψάχνει το δίκιο του; Δηλαδή, τα νοσήλια να τα πληρώνουν μόνοι οι άρρωστοι; Τα σχολ�ία, μόνο αυτοί που πηγαίνουν στα μαθήματα; Τότε, ποιος ο λόγος να υπάρχουν δημόσιες υπηρεσίες; Τι είναι το δίκιο, φάκελος που πας στο ταχυδρομείο και κολλάς το γραμματόσημο των εξήντα λεπτών; Α, ξέχασα, και η δικαιοσύνη έχει τα δικά της γραμματόσημα! Λίγο ακριβότερα, τα μεγαρόσημα των αδικημένων.
Η επέκταση του σκεπτικού για τα οικονομικά βάρη της δικαιοσύνης στους τομείς της υγείας και της παιδείας δεν είναι αυθαίρετη ούτε ισοπεδωτική. Αναδεικνύει απλώς ότι η κρίση έχει αφαιρέσει από την κρατική υπόσταση δεκάδες λειτουργίες που σχετίζονται με τη�! � καθ�! �μερινότητα των πολιτών και οι οποίες ΦΥΣΙΚΑ ως ένα βαθμό τους υπενθύμιζαν ότι μοιράζονται την ταυτότητα της ίδιας χώρας. Τι να πεις. Από ό,τι φαίνεται το δίκιο σου στην Ελλάδα δύσκολα να το βρεις. Ίσως να το διεκδικήσεις με «εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών»- το καινούριο πιάτο που μαγειρεύεται, η διαμεσολάβηση. Το σίγουρο είναι πάντως, πως πέρα από τις δημοσιογραφικές υπερβολές, τις γνώμες των δικηγόρων που προασπίζονται τα συμφέροντα του κλάδου τους και τις δηλώσεις του γενικού γραμματέα, σε μια χώρα που για να επιλυθεί μια απλή υπόθεση χρειάζε�αι το λιγότερο πέντε χρόνια, δεν πρόκειται κανείς σοβαρός επενδυτής να ρίξει τα λεφτά του. Πολύ απλά, γιατί αν τον κλέψουν, λέω τώρα μια σπάνια πιθανότητα, θα βρεθεί στην ίδια θέση με την κυρία Άννα. Θα του ζητάνε κι από πάνω!