Σε είδα χθες βράδυ φορώντας τις πυτζάμες να μιλάς σε αργή κίνηση, μπροστά από μια κάμερα, με το Skype. Ψάχνοντας φίλους και γνωστούς, ν΄ακούσεις ένα σ΄αγαπώ και το πως πάει.Έφυγες λίγους μήνες πριν. Να προλάβεις ν΄αρπάξεις αν έχει μείνει καμιά ευκαιρία, έτσι είπες. 'Ετοιμος δεν ήσουν αλλά αφού σου έτυχε. Έκλεισες γρήγορα εισητήριο, μην μετανιώσεις, πριν το πολυ καταλάβεις. Εγώ έμεινα. Και για μένα και για σένα...
Κοίτα όμως να το παραδεχτείς. Και πριν φύγεις πολύ καλά δεν ήσουνα. Κατα βάθος ήθελες να φύγεις, δεν την πολυπίστευες εδώ την φάση. Να παρ�δεχτείς σε παρακαλώ και το άλλο. 4 -5 χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση, δυσκολευόσουν όχι με τα οικονομικά, εντάξει μ΄αυτά τα κατάφερνες. Με τα συναισθηματικά σου. Δεν τα βόλευες. Με δυσκολία χαιρόσουν. Θυμάσαι; Είχες αρχίσει το πρωί να δουλεύεις βαριεστημένα, το μεσημέρι ψιλοαδιαφορούσες. Το απόγευμα όλο και έβαζες κάτι παραπάνω να μην μπεις από νωρίς στο σπίτι, και πέσεις πάνω στα παιδιά και τα δικά τους. Το βράδυ, στα ''ψαγμένα΄΄και πιο αργά εξαντλημένος.
Καλύτερα να πω δηλητηριασμένος. Αδιάφορος; Αρκετά. Τρύπησες και άρχισες να χύνεσαι έξω. Σου έτρωγ! ε σιγά σιγά τα σωθικά η κατανάλωση. Δεν μέτραγε τι πίστευες, ούτε ποιός ήσουν. Σημασία είχε τι πίστευαν οι άλλοι για σένα, τι εικόνα τους έδινες. Η εικόνα, η οθόνη, η κάμερα, το μακριά.
Θα γινότανε αυτό αργά ή γρήγορα, εδώ που τα λέμε. Για τριάντα τόσα χρόνια η Ελλάδα αντάλλαξε την φτώχεια που είχε περάσει έως τότε με την ευχαρίστηση να συμπεριφέρεται σαν να ήταν εύπορη. Σαν να, όμως. Και ακόμα και τώρα να σου μιλήσω με το χέρι στην καρδιά αντίλογος δεν ορθώθηκε σε αυτό. Γιατί μέχρι ένα βαθμό είναι ανθρώπινο. Είναι βλέπεις και όμορφη η γωνιά μας, είναι ωραία �δώ, μαγικά, έχει ήλιο, θάλασσα, τρώμε και σουβλάκι στ΄όρθιο, πίνουμε και ρακές και σκάμε στα γέλια, ρίχνουμε μανταρίνια και κλαίμε. Τα μπερδέψαμε όμως. Μας έφαγαν οι ψευτοευκολίες. Και μείναμε στην θολούρα μας.
Γιατί άλλο είναι να απολαμβάνεις πράγματα και άλλο να χαίρεσαι τον εαυτό σου.Και τον εαυτό σου μπορείς να τον χαρείς όταν του δώσεις την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί και να γίνει κάτι. Μέσα από την δουλειά. Δεν σου μιλαώ για προτεσταντικού τύπου ασκητισμό της εργασίας. Σου μιλώ για την ολοκλήρωση που φέρνει η δουλειά στον άνθρωπο. Είμαστε αυτό πο�! � είν�! �ι τα έργα μας. Για να βρούμε τι αξίζουμε πρέπει να πράξουμε έλεγε ο Γκαίτε. Δεν είμαστε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που επιδεικνείουμε σαν νεκρό σκηνικό βιτρίνας. Όλους μπορείς να τους ξεγελάσεις, αλλά την τρύπα σου δεν μπορείς. Αυτή αν πας να την ξελάσεις, θα σε ρουφήξει. Και σε ρούφηξε.
Σύμφωνοι, δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Είμασταν όλο και περισσότεροι όμως. Να το παραδεχτείς γιατί από την παραδοχή αρχίζει και η διόρθωση. Και αφήσαμε την πολιτική στους χειρότερους.
Τώρα πακετάρεις και φεύγεις. Δεν αντέχεις να ζεις εδώ, πήρες μια βαλίτσα π�ρες και τα βιβλία του Πετρόπουλου, την μπλούζα της Ελένης και γυρνάς την γη να βρεις που δεν υπάρχει κρίση, να σταθείς. Φευγάτος. Θυμάσαι ποιόν ονομάζαμε στην σχολή φευγάτο; Τον ταξιδευτή, τον αντί, τον ονειροπόλο. Τώρα, ποιόν θα λέμε τώρα φευγάτο;
Λίγο πριν φύγεις μου μίλαγες για την πόλωση, τους φασίστες την επικείμενη σύγκρουση. Κι αφού φεύγεις, εσύ και το γαμάτο βιογραφικό σου τότε ποιά Ελλάδα πάμε να σώσουμε ρε γαμώτο; Αυτή που μπαίνει στο αεροπλάνο και μετακομίζει;
Σε είδα χθες βράδυ στο Skype. Είχες ένα ποτήρι νερό μπροστά σου και με ρώταγ! ες πω! ς πάει. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Στο γλαυκό της σβηστής οθόνης, έκρυψα το πρόσωπο μου στις παλάμες μου και ξέσπασα. Δεν αντέχω να σκορπίζουμε. Μείνε να το παλέψουμε.
Εγώ θα μείνω ακούς;
Αννίτα Λουδαρου
Κοίτα όμως να το παραδεχτείς. Και πριν φύγεις πολύ καλά δεν ήσουνα. Κατα βάθος ήθελες να φύγεις, δεν την πολυπίστευες εδώ την φάση. Να παρ�δεχτείς σε παρακαλώ και το άλλο. 4 -5 χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση, δυσκολευόσουν όχι με τα οικονομικά, εντάξει μ΄αυτά τα κατάφερνες. Με τα συναισθηματικά σου. Δεν τα βόλευες. Με δυσκολία χαιρόσουν. Θυμάσαι; Είχες αρχίσει το πρωί να δουλεύεις βαριεστημένα, το μεσημέρι ψιλοαδιαφορούσες. Το απόγευμα όλο και έβαζες κάτι παραπάνω να μην μπεις από νωρίς στο σπίτι, και πέσεις πάνω στα παιδιά και τα δικά τους. Το βράδυ, στα ''ψαγμένα΄΄και πιο αργά εξαντλημένος.
Καλύτερα να πω δηλητηριασμένος. Αδιάφορος; Αρκετά. Τρύπησες και άρχισες να χύνεσαι έξω. Σου έτρωγ! ε σιγά σιγά τα σωθικά η κατανάλωση. Δεν μέτραγε τι πίστευες, ούτε ποιός ήσουν. Σημασία είχε τι πίστευαν οι άλλοι για σένα, τι εικόνα τους έδινες. Η εικόνα, η οθόνη, η κάμερα, το μακριά.
Θα γινότανε αυτό αργά ή γρήγορα, εδώ που τα λέμε. Για τριάντα τόσα χρόνια η Ελλάδα αντάλλαξε την φτώχεια που είχε περάσει έως τότε με την ευχαρίστηση να συμπεριφέρεται σαν να ήταν εύπορη. Σαν να, όμως. Και ακόμα και τώρα να σου μιλήσω με το χέρι στην καρδιά αντίλογος δεν ορθώθηκε σε αυτό. Γιατί μέχρι ένα βαθμό είναι ανθρώπινο. Είναι βλέπεις και όμορφη η γωνιά μας, είναι ωραία �δώ, μαγικά, έχει ήλιο, θάλασσα, τρώμε και σουβλάκι στ΄όρθιο, πίνουμε και ρακές και σκάμε στα γέλια, ρίχνουμε μανταρίνια και κλαίμε. Τα μπερδέψαμε όμως. Μας έφαγαν οι ψευτοευκολίες. Και μείναμε στην θολούρα μας.
Γιατί άλλο είναι να απολαμβάνεις πράγματα και άλλο να χαίρεσαι τον εαυτό σου.Και τον εαυτό σου μπορείς να τον χαρείς όταν του δώσεις την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί και να γίνει κάτι. Μέσα από την δουλειά. Δεν σου μιλαώ για προτεσταντικού τύπου ασκητισμό της εργασίας. Σου μιλώ για την ολοκλήρωση που φέρνει η δουλειά στον άνθρωπο. Είμαστε αυτό πο�! � είν�! �ι τα έργα μας. Για να βρούμε τι αξίζουμε πρέπει να πράξουμε έλεγε ο Γκαίτε. Δεν είμαστε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που επιδεικνείουμε σαν νεκρό σκηνικό βιτρίνας. Όλους μπορείς να τους ξεγελάσεις, αλλά την τρύπα σου δεν μπορείς. Αυτή αν πας να την ξελάσεις, θα σε ρουφήξει. Και σε ρούφηξε.
Σύμφωνοι, δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Είμασταν όλο και περισσότεροι όμως. Να το παραδεχτείς γιατί από την παραδοχή αρχίζει και η διόρθωση. Και αφήσαμε την πολιτική στους χειρότερους.
Τώρα πακετάρεις και φεύγεις. Δεν αντέχεις να ζεις εδώ, πήρες μια βαλίτσα π�ρες και τα βιβλία του Πετρόπουλου, την μπλούζα της Ελένης και γυρνάς την γη να βρεις που δεν υπάρχει κρίση, να σταθείς. Φευγάτος. Θυμάσαι ποιόν ονομάζαμε στην σχολή φευγάτο; Τον ταξιδευτή, τον αντί, τον ονειροπόλο. Τώρα, ποιόν θα λέμε τώρα φευγάτο;
Λίγο πριν φύγεις μου μίλαγες για την πόλωση, τους φασίστες την επικείμενη σύγκρουση. Κι αφού φεύγεις, εσύ και το γαμάτο βιογραφικό σου τότε ποιά Ελλάδα πάμε να σώσουμε ρε γαμώτο; Αυτή που μπαίνει στο αεροπλάνο και μετακομίζει;
Σε είδα χθες βράδυ στο Skype. Είχες ένα ποτήρι νερό μπροστά σου και με ρώταγ! ες πω! ς πάει. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Στο γλαυκό της σβηστής οθόνης, έκρυψα το πρόσωπο μου στις παλάμες μου και ξέσπασα. Δεν αντέχω να σκορπίζουμε. Μείνε να το παλέψουμε.
Εγώ θα μείνω ακούς;
Αννίτα Λουδαρου