Γεννήθηκες σε μια εύπορη οικογένεια. Ως παιδί δεν πεινούσες, δεν αγωνιούσες, μόνο αποκτούσες. Ως έφηβος έγνοιες –πέραν των κοινότοπων- δεν είχες. Με τα ιδιαίτερά σου, τα καινούρια σου αθλητικά, το χαρτζηλίκι σου το σταθερό, θεωρούσες επανάσταση τα μακρυά σου μαλλιά. Ως φοιτητής ανέμενες το μηνιάτικό από την οικογένειά σου, την οποία- έλα, να είσαι ειλικρινής...-έβλεπες ως μέσο επίτευξης των σπουδαίων στόχων σου και μόνο. Ουδεμία ουσιαστική ενασχόληση με αυτή, χτυπούσε το τηλέφωνό σου και τους απέφευγες, τους άκουγες να είναι προβληματισμένοι και στρουθοκ�μήλιζες, κάποιες στιγμές τα έβαζες κάτω και τα μαθηματικά δεν έβγαιναν, μα εκείνοι ήταν οι γονείς, πάντα αντεπεξέρχονταν, έτσι θα γινόταν και πάλι. Και γινόταν. Και μετά...Μετά εξωτερικό. Δε νοείται νέος, ωραίος, επιτυχημένος χωρίς εξωτερικό, βρε αδερφέ. Και πήγες. Και τα δίδακτρα ήταν ακριβά και τα νοίκια ακριβότερα και δεν ήσουν το μόνο παιδί της οικογένειας που σπόυδαζε. Μα και πάλι εφησύχασες. Γονείς είναι, θα τα βγάλουν πέρα. Πάντα τα έβγαζαν. Τί κι αν ο πατέρας δε φαίνεται πολύ καλά τελευταία, τί κι αν κάθε φορά που επιστρέφεις για διακοπές η οξυδέρκε�! �ά σου δε σου επιτρέπει να μην παρατηρήσεις τις ανήσυχες συζητήσεις, τις συχνές διενέξεις, τα ύποπτα τηλέφωνα που αναστάτωναν; Εσένα σου χρωστούσε η ζωή, ο κόσμος, η οικογένεια. Εσύ δε χρειαζόταν να κουράζεσαι με τόσο επουσιώδη ζητήματα. Ευκολία. Άνεση. Εσύ διάβαζες για το σοσιαλισμό, αποστήθιζες τη διαθήκη του Κατσαρού και ήσουν έτοιμος για τα πολλά, για τα μεγάλα, για τα εύκολα.
Και όταν το τέλος στα εύκολα ήρθε, όταν το αποθεματικό στέρεψε και η αλήθεια που χρόνια γνώριζες, αλλά απέφευγες να δεις, αποκαλύφθηκε, απέμεινες για λίγο να αιωρείσαι. Να ψάχνεις απαντήσεις σε ερωτήματα, να επαναπροσδιορίζεις το ρόλο σου, να μαθαίνεις να ζεις με τα δικά σου μέσα. Μα εσένα αυτό δε στο δίδαξε κάποιος. Εσύ ήξερες να δημιουργείς, να υπάρχεις, να ταξιδεύεις, να διαβάζεις από τα έτοιμα. Τα δύσκολα ήταν για τους άλλους πάντα. Και τώρα τί; Πώς ξεφεύγεις από την ηθελημένη σου νεφελοβασία; Δεν ξεφεύγεις. Τώρα είναι η ηλικία σου να διαπρέψεις, να ανοίξ�ις τη δική σου επιχείρηση, να μην έχεις κάποιον να σε εποπτεύει, να σε οριοθετεί. Η οικογένεια χρήματα δεν έχει. Στην άκρη η οικογένεια. Μια εξ αγχιστείας οικογένεια, ωστόσο; Μα ναι. Αυτό είναι μια κάποια λύση. Θα ντύσεις την ανάγκη επιθυμία, την αδυναμία έρωτα και θα πορευτείς. Μπορεί από κάπου να το ξεσήκωσες κι εσύ το μοτίβο αυτό...
Μην άγχεσαι. Είναι πανανθρώπινη ιδιότητα και προαιώνια το βόλεμα. Δεν είσαι ο μόνος. Τουναντίον. Ανήκεις στη συντριπτική, την απόλυτη πλειοψηφία. Θα συνεχίσεις αναπόσπαστος να μελετάς, να δημιουργείς, να προβληματίζεσαι. Και να γνωρίζεις. Να γνωρίζεις πως υπάρχουν και κάποιοι εκεί έξω που ανταποκρίνονται στο αύταρκες της ανθρώπινης ύπαρξης, που στέκονται μονάχοι όρθιοι και αντιπαλεύουν τα τέρατα, γιατί ξέρουν, όπως κι εσύ, πως η ύπαρξη μόνο μέσα από τα δύσκολα μετατρέπεται σε ζωή. Αυτή η γνώση σου είναι που ενίοτε σε κρατά ξύπνιο τα βράδια. Όταν κι αυτή ε�ησυχάσει, θα κοιμάσαι πια ήσυχος. Οι άλλοι, όμως, θα παραμένουν άγρυπνοι και σε εγρήγορση, ανεξάρτητοι και αυτόνομοι.
Αυτούς τους τελευταίους ονειρεύομαι ως πολίτες της νέας Ελλάδας. Ως τότε...