Μέσα σε μια νύχτα όλοι έγιναν ειδικοί στικολόγοι και Άγκαθες Κρίστι της παραπολιτικής. Γέμισαν τα δελτία και οι σελίδες με τα εάν, τα ίσως και τα πιθανόν. Και άντε, πες ότι οι εντυπωσιογράφοι βρήκαν πάλι μαλλί να ξάνουν, ταιριάζοντας όπως συνήθως τα γεγονότα στις πολιτικές τους συμπάθειες και αντιπάθειες.Παλιά τους τέχνη κόσκινο. (Μέχρι και on air επίδειξη αλλοίωσης ημερομηνιών σε στικάκι έγινε, λέει, σε ένα κανάλι).
Όμως εδώ και δύο εικοσιτετράωρα, στη δουλειά, στα σπίτια, στα κουρεία, στα καφενεία της επικράτειας δεν ακούς πια τίποτε άλλο. «Κάποιο λάκκο έχει η λίστα», συμφωνούν όλοι, αλλά από εκεί και πέρα, ρήγμα, χάσμα και σχίσμα. Δώστου λοιπόν οι αναλύσεις, οι τσακωμοί και τα παθιασμένα λογύδρια επί του στικακίου, λες και ο κόσμος δεν έχει άλλα βάσανα. Λες και το μείζον έγκλημα είναι ποιος, πώς και πότε αλλοίωσε τη λίστα και όχι ότι παραμένει ακόμη τόσα χρόνια σκανδαλωδώς αναξιοποίητη.
Όπου να' ναι, στη Βαρδουκλάνα, στα Μούγκλαβα και στην Άνω Φρικτοπηγή οι γριές �α κουβεντιάζουν για τα ηλεκτρονικά ίχνη της μεταγραφής, τις ημερομηνίες που αθωώνουν και ενοχοποιούν και το βαθμό συγγένειας των ξαδέλφων με τον Παπακωνσταντίνου. Νομίζω κιόλας πως τις ακούω να εξηγούν ταΐζοντας τις κοτούλες: «Πώς είσι ισύ μαρή μι τη Μαλαματή τη Μεγκούραινα; Α, έτσ' είνι κι η Γιώργους μι τς κατηγουρούμενις. Ξι-ξι- ξι!»
Κάτω από ένα συγκεκριμένο πρίσμα, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι και αστεία, αν δεν ήταν τόσο γελοία και δυσάρεστα. Ένας λαός, αντί να μουτζώνεται με αυτογνωσία για όσους ανέδειξε, να ξαμολιέται σαν ξελιγωμένο λαγωνικό στο κυνήγι της αστυνομικής διαλεύκανσης, παλεύοντας να ξεμπερδέψει τον συνήθη κόμπο σώβρακο- γραβάτα. Ποιος μας έφτυσε και είμαστε ως έθνος τόσο σουρεαλιστικά ανίκανοι να σοβαρευτούμε μια στάλα; Υποψιάζομαι μεν την απάντηση, αλλά το χέρι μου στη φωτιά δεν το βάζω. Αν το βάζετε εσείς, παρακαλώ ενημερώστε εγκαίρως, μπας και διασώσουμε ακόμηκανένα ρετάλι αξιοπρέπειας.