Πάει κι αυτό. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Κρύο, βροχή κι αυτή η ανυπόφορη μουντάδα νύχτα-μέρα. Περάστε, καθίστε, καλώς την εξεταστική, να 'τες οι ντάνες τα βιβλία, η χαρτούρα και δεν συμμαζεύεται. Ποια μελομακάρονα τώρα και ποια ξενύχτια, ποιος τα θυμάται όλα αυτά μετά την απογείωση από το Ελ.Βενιζέλος; Ποιος; Eγώ!
Όπως και τις πίτες της Γωγώς και το ψητό νουά της. Το τζάκι να καίει, όχι λόγω έλλειψης πετρελαίου ευτυχώς, αλλά γιατί έτσι μάς αρέσει/άρεσε από πάντα. Τ' ατέλειωτα οικογενειακά τραπέζια. Τα νέα που πρέπει να λες κάθε φορά από την αρχή. Τα ποτά και τ' αγαπημένα ξηροκάρπια στα μπαράκια του κέντρου. Το να δίνεις ραντεβού στις 4 το πρωί και να 'ναι λογικό. (Το τζιν που έρχεται με συνοδεία κουραμπιεδομελομακάρονου πρώτη φορά το είδα φέτος, στην Τσιάφας. Και μ' άρεσε.) Το να μην βρίσκεις ταξί στην Πειραιώς, Πρωτοχρονιά στις 7 το πρωί. Τα μικρομάγαζα στην Αιόλου, τα βιβ�ιοπωλεία στα Εξάρχεια. Η παράσταση που δεν πρόλαβες να δεις. Ο καφές στον Άλιμο με τον ήλιο να καίει Δεκέμβρη μήνα. Το περπάτημα στο Θησείο το σούρουπο. Κι η Ακρόπολη στο πιάτο.
Τ' άσκοπα ξενύχτια κουβεντιάζοντας. Η μάνα σου που κατεβάζει το τηλέφωνο για να μην σε ξυπνήσει κανείς στις 12 το μεσημέρι. Οι φίλοι σου που προχωράνε. Ξεκινάνε πράγματα, το παλεύουν, δεν τα καταφέρνουν, το γυροφέρνουν, ψάχνονται. Σκέφτονται να φύγουν. Ή να γυρίσουν. Κάνουν το ψώνιο τους δουλειά. Σού λένε τα κουτσομπολιά και τις ίντριγκες ενός γραφείου που αγνοείς. Για τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά. Για τη ζωή στην Ατλάντα. Τραγουδάνε σε κάποιο μπαρ κι εσύ τρως πόρτα γιατί γέμισε. Ανοίγεις την εφημερίδα και να τους βλέπεις μέσα. Σού ζητάνε να μην κανονίσ�ις κάτι για το τάδε Σ/Κ του Ιούνη γιατί παντρεύονται.
Όχι, η Αθήνα δεν είναι πια η ίδια. Δεν γίνεται να είναι πια η ίδια. Δίπλα στα λαμπιόνια και το ψευτογκλίττερ των γιορτών, οι συνάνθρωποί σου που σέρνουν τα καρότσια με τα σιδερικά στη Βας.Σοφίας. Το γεμάτο μπαράκι στην Πραξιτέλους κι οι τέσσερις κλειστές βιοτεχνίες από δίπλα. Τα ενεχυροδανειστήρια που έχουν κατακλύσει την Πατησίων. Και την Συγγρού. Και τη Νίκης. Και την Ούλωφ Πάλμε. Η μυρωδιά του ξύλου το βράδυ στο Χαλάνδρι κι ο αέρας που είναι καθαρότερος στο Κολωνάκι απ' ό,τι στη Ν.Ιωνία. Όχι, η Αθήνα δεν είναι πια η ίδια. Είναι πότε άγρια, πότε προβληματισμέ�η και πότε πικραμμένη. Πού και πού με καινούριες ιδέες να το παλεύει. Δεν φοράει τα καλά της, είναι όμως το ίδιο όμορφη. Ίσως και περισσότερο. Γιατί παρά το κόστος, σαν κάτι να γίνεται.
Δεν είναι ο αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο που παίρνεις στη βαλίτσα σου, αλλά το φιλί του. Είναι το λάδι και το μέλι από τη Νεμέα κι η γλυκιά προσμονή που είχες δυο βδομάδες πριν. Είναι η γεύση κανελογαρύφαλλου κι η τελευταία εικόνα από το παραθυράκι με το ουράνιο τόξο να κυκλώνει τη γνώριμη –κι αγαπημένη- γεωγραφία του μπεττόν μονομπλόκ. Η τελευταία μέχρι την επόμενη, καλά να 'μαστε.