Όταν με το καλό ανοίξεις υπολογιστή και τηλέφωνο μην τρομάξεις, το πάθος μας είναι, είναι που ήρθε να κάνει γιορτές μαζί μου, όταν έμαθε ότι είμαι μοναχός.
Έφτασε νύχτα από φαράγγι σκοτεινό, λάβρα μεγάλη, έφερε ρήματα σκληρά και παγωμένα, φαρμακερά, ανέμους κραταιούς, του ύπνου μανιτάρια, δηλητήρια, λόγια πικρά, βοτάνια, ρίζες, πέτρες καμένες στην πυρά, πουκάμισο φορούσε του φιδιού και μάτι πράσινο, κατράμι έσταζε, τα μαλλιά του, ο σβέρκος του κοκαλωμένος, αγκάθια η αγκαλιά του, η κεφαλή του αγραμπελιές και τ' άνθη, ζώα άγρια, αιμοχαρή, σκυλιά του κάτω �όσμου, ανθρωποβόρα.
Του έβγαλα ήμερους καρπούς, του σιταριού το γίνωμα, το γάλα, το ψωμί, νεράκι, κάθισα δίπλα του, του μίλησα για σένα, του είπα τροπάρια, τραγούδια, λέξεις, λόγια, το ησύχασα, το μέρωσα, το μύρωσα, το σταύρωσα, το κοίμισα στην αγκαλιά μου με αναφιλητά και κλάματα τραντάγματα.
Άρχισε να παραμιλά, ν' αστράφτει, να βροντά, να βρέχει, να χιονίζει ενύπνια, όνειρα, αερικά και εφιάλτες, να κατεβάζει κεραυνούς, βράχους, λίθους θεόρατους, κοτρώνια της κολάσεως, σάρες, καφκάρια κακοτράχαλα, αγκωνάρια τέσσερα, ποτάμια δεκατέσσερα, ν' ανοίγει χαντάκια, λάκους, ρέματα, πηγάδια, να έρχονται νερά να σπάνε, να περνάνε πετροκάραβα με στοιβαγμένους.
Πήγα να πω την προσευχή που ήξερα, τα λόγια να ταιριάξω, κόπηκα, δέθηκε η γλώσσα μου, ο ουρανίσκος μου ξεράθηκε, βάθη απύθμενα, σκιές, σκοτάδια, τελώνια, μικρές φλογίτσες, πατημασιές της πυρκαγιά�, της φλόγας καντηλάκια καρφωμένα στις αντένες, μικραίνουν όλο μικραίνουν, μακραίνουν και πηγαίνουνε, φωνές, βοήθεια, ουρλιαχτά, ονόματα, κατάρες από το βάθος, το βυθό, την άβυσσο άλλου κόσμου.