Ο «Gogo» το σκυλάκι ήταν απλά η αφορμή. Η αιτία ήταν στην πραγματικότητα τα κάστανα πάνω στη σόμπα και αργότερα, οι σωλήνες των καλοριφέρ. Ο «Gogo» για όλα αυτά δεν είχε ιδέα. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε;
Το βράδυ δεν ξενυχτάς αν κάτι δεν περιμένεις ή αν κάτι δε σε τρώει. Και αν περάσεις οριστικά το στάδιο που κάτι περιμένεις, τότε κάτι άλλο θα σε έχει κατασπαράξει. Μα τι κι αν ξενυχτούσες; Όσο αίλουρος κι αν ήταν ο άγιος, η καλοζωισμένη του κοιλιά σε συνδυασμό με τα γένια του - που λογικά, υπό ιδανικές συνθήκες, αρπάζουν απνευστί - καθιστούσαν πρακτικώς αδύνατο το να εισέλθει από το μπουρί της σόμπας, πόσο μάλλον, λίγα χρόνια αργότερα, από τις σωληνώσεις! Εκεί, οι συνειρμοί και οι παραπομπές της κατά τα άλλα πλουμιστής στολής του δεν πιάνουν χαρτωσιά...
Το γράμμα ήταν άρτιο γραμματικώς και συντακτικώς. Όλα θα πήγαιναν καλά, αν κάποιος δε διάβαζε το υστερόγραφο, «αγαπητέ Άγιε Βασίλη» και τα λοιπά. Όλα στη θέση τους, ωραία και παστρικά, όπως έπρεπε. Άντε, το πολύ - πολύ το τάξιμο να ήταν σε μπισκότα συσκευασίας και το πιοτί που θα τον περίμενε μη αλκοολούχο ώστε να μπορεί το ανήλικο να 'ναι σίγουρο ότι θα καταφέρει να κάνει τα κουμάντα του με σχετική αυτάρκεια χαρτζιλικιού. Αλλά, ανάθεμα το νεαρό της ηλικίας που δεν επιτρέπει οι αγιοσύνες να ενδυθούν τα διπλωματικά τα κόλπα γι' αυτό και ξέμειναν μετέωρες. Μετ� το «φέρε μου, φέρε μου» και το «τι καλό παιδί που ήμουν όλο το χρόνο», ακολουθούσε εκείνο το «Υ.Γ.», άκρως αποκαλυπτικό: «Και σε περίπτωση που δεν μπορείτε να μου αγοράσετε τον "Gogo" το σκυλάκι να ξέρετε θα στεναχωρηθώ πολύ»... «αγαπημένοι μου γονείς».
Ο «Gogo», λοιπόν, ήταν απλά η αφορμή. Στην πραγματικότητα, το θέμα ήταν ο άλλος, αυτός ο καπάτσος που σύχναζε μόνο σε καμινάδες ρίχνοντάς μας στάχτη στα μάτια.
Το κουδούνι χτυπάει με έναν πολύ επίμονο τρόπο. Χτυπάει σαν να 'ναι γνωστός, σαν να έχει την απαίτηση να ανοίξει η πόρτα, σαν να το θεωρεί δεδομένο. Όταν ανοίγει, πρώτο πλάνο τα άμφια και δίπλα μια γυναίκα με τριμμένο ταγιέρ κρατώντας μια ανοιχτή σακούλα. Πριν έρθει η ενημέρωση του εράνου, σκάει σαν πιστολιά η ερώτηση: «Φοιτήτρια είσαι;». Προφανώς, εκ παραλλήλου και η... απογραφή. «Εργαζόμενη» και στον αυτόματο «μισό λεπτό». Τα κέρματα στη σακούλα. «Από διακριτικότητα» θα την κρατούσαν έτσι, για να μην έρθει ο συνεισφέρων σε δύσκολη θέση. Επόμενη ερώτηση: «Πό�α;». «Τέσσερα ευρώ!» απαντάς ενοχικά. Ο άγιος δεν μπορεί παρά σε κάποια καμινάδα να τραντάζεται ακόμη από τα γέλια. «Καλά Χριστούγεννα!» ακολουθεί ζορισμένο και κατηφές αλά μαυροφορεμένα. Έγινε η σούμα εργαζόμενης και οβολού. Τη μοιραστήκαμε και την μοιράσαμε πάλι την αγάπη μας...
Φέτος, όμως, όχι. Φέτος, τυλίγουμε τους φίλους μας. Τους περνάμε κορδέλες και τους καλούμε στο σπίτι. Μόνο με ένα πακέτο μπισκότα συσκευασίας και εν ανάγκη με λίγο αλκοόλ, όσο σηκώνει η τσέπη. Μετά, ανοιγόμαστε ο ένας στον άλλο και λέμε γιατί όχι «go - go», γιατί είμαστε ακόμη εδώ. Και κοιταζόμαστε καλά - καλά. Επειδή, φέτος, θα σπάσουν καμινάδες.