Έγραψε ένα μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό και τό' στειλε στον εκδότη που, χρόνια τώρα, τον έπρηζε: "Γράψε κάτι".
Δεν πέρασαν πέντε μέρες και ο εκδότης του τηλεφώνησε. "Καλό είναι, αλλά πολύ μεγάλο αδερφέ μου. Πεντακόσιες εξήντα επτά σελίδες, ούτε ο Ντοστογιέφσκι δεν θα διαβαζόταν σήμερα αν έγραφε τέτοιο βιβλίο", του είπε.
Εκείνος, από μέσα του σκέφτηκε: "Καλά, πότε πρόλαβε να το διαβάσει όλο;". Αλλά, του απάντησε επί της παρατηρήσεώς του, διαμαρτυρόμενος ελαφρά:
"Μα είναι όλη μου η ζωή εκεί μέσα".
"Κόψ' την!", απάντησε εκείνος. Κοφτά!
Και άρχισε, πράγματι, το κόψιμο. Λέξη-λέξη. Γραμμή-γραμμή. Σελίδα-σελίδα. Κεφάλαιο-κεφάλαιο. Έφυγαν τοπία, περιστατικά, περιγραφές, χαμόγελα, δάκρυα. Έφυγαν άνθρωποι. Έμειναν σελίδες 92!
Το ξαναδιάβασε ο επίδοξος συγγραφέας και του άρεσε όμως και αυτό. Πιο μεστό, του φάνηκε. Πιο περιεκτικό. Πάντοτε τον ενοχλούσε ο φλύαρος εαυτός του, και ζήλευε εκείνους που "έλεγαν" πολλά, με λόγια λίγα.
Χαμογέλασε μέσα του, πάτησε το "Send" και ήταν ευχαριστημένος.
Δεν πέρασαν ούτε δυο μέρες και ο εκδότης τον πήρε ξανά στο τηλέφωνο.
"Το παράκανες, βρε παιδάκι μου. Αυτό πια είναι διήγημα, αλλά πολύ μεγάλο. Δοκίμιο. Μ' αρέσει, δεν λέω, αλλά πρέπει να το κόψεις. Να γράψεις κι άλλα δέκα-δεκαπέντε τέτοια και να σου βγάλουμε ένα βιβλίο με διηγήματα", είπε στον "�χι πια μυθιστοριογράφο", και "για να δούμε αν γίνει και ποτέ διηγηματογράφος, έστω".
Αυτή η καινούργια περικοπή τον πόνεσε ακόμα περισσότερο. Τις 400, και βάλε, σελίδες του αρχικού μυθιστορήματος, μ' ένα Alt+Ctrl+Delete, τις εξαφάνισε στην άβυσσο των απορριφθέντων κειμένων. Οι 97 που έμειναν, ήταν ένα καλό απόσταγμα της μέχρι τώρα ζωής του και δεν μπορούσε να σκεφθεί πως θα κατάφερνε, αυτό το απόσταγμα, να το αποστάξει ακόμα πιο πολύ.
Προσπάθησε όμως, και το δοκίμιο έγινε στο τέλος διήγημα. Σελίδες 17 που, όσο τις διάβαζε και τις ξαναδιάβαζε, τόσο του φαίνονταν και αυτές ωραίες. Ορμητικές, αλλά όσο πρέπει. Σαν γλυκό ρυάκι, σε μέρος όπου δεν έχουν πρόσβαση υπερενθουσιώδεις περιηγητές. Έτρεχε ελεύθερο, ώσπου να βρει το μεγάλο ποτάμι. Το μυθιστόρημα!
Έστειλε, λοιπόν, το διήγημά του στον εκδότη για να δεί αν, πριν γράψει και τα υπόλοιπα, βρισκόταν επιτέλους σε "σωστό δρόμο". Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Πολύ μεγαλύτερη απ' ότι τις άλλες δύο φορές. Είχαν κιόλας περάσει μήνες πολλοί, και το τηλέφωνο δεν κτυπούσε.
Κρατούσε στα χέρια του το υλικό μιας ζωής - πρόσωπα που αναγέννησε, γεγονότα που ξαναγύρισαν, ιδέες που δοκιμάστηκαν, έρωτες που δεν έφυγαν ποτέ...
Κάτι έπρεπε να τα κάνει όλ' αυτά. Δεν μπορούσε να κάθεται και να περιμένει ένα "ναι" ή ένα "όχι". Και στρώθηκε πάλι στο γράψιμο, συνθέτοντας και τις άλλες, μικρές του ιστορίες.
Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, μήνες ..., στον πέμπτο, του' φεραν έναν μεγάλο καφέ φάκελο στο σπίτι. Το άνοιξε με περιέργεια, μα και φόβο. Περιείχε ένα περιοδικό. Φιλολογικό περιοδικό, με τίτλο "Ατέλειωτες Διαδρομές". Δεν το ήξερε.
Ανοίγοντάς το, στην πρώτη σελίδα, βρήκε ένα σημείωμα του εκδότη:
"Αγαπητέ Μενέλαε. Λαμβάνεις ένα αντίτυπο του περιοδικού που εκδίδουμε, 20 χρόνια τώρα, ανά 4μηνο. Περιέχει διηγήματα νέων, άγνωστων και ελπιδοφόρων συγγραφέων. Δυστυχώς, η κυκλοφορία του περιοδικού ανεστάλη λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Τυπώσαμε μόνο 50 αντίτυπα για σας, τους τελευταίους συνεργάτες μας. Με πολλές ευχαριστίες και ευχές για καλύτερη συνέχεια της συγγραφικής σας σταδιοδρομίας. Ευάγγελος"!