-Πετρόπουλε, αγόρι μου, μην επαίρεσαι. Χαμηλά, ταπεινά, προσεκτικά, σεμνά. Καραδοκούν. Δεν τους βλέπεις; Νομίζεις σου χρωστάει κανείς να μεταφράσει σωστά τη χαρά σου, τη νίκη σου;
- Κοίταξε να δεις. Εγώ είμαι νότιος, νοτιοαμερικάνος στη χαρά. Το γκολ το πανηγυρίζω. Βγάζω τη φανέλα και την ανεμίζω. Δε μ' ενδιαφέρει η κιτρινίλα τους και η κίτρινή τους κάρτα. Δε με νοιάζει. Ας τους να σημειώνουν, να χρεώνουν. Θες να σου πω κάτι; Ποδόσφαιρο βλέπεις, το αγαπάς, το ξέρω. Έτσι δεν είναι;
-Ναι. Αλλά όχι με το πάθος το παλιό.
- Έχεις, δεν έχεις παρατηρήσει πώς πανηγυρίζουν οι νοτιοαμερικάνοι τα γκολ; Όσο καλοί είναι στην τρίπλα, άλλο τόσο είναι και στον πανηγυρισμό. Και την τρίπλα μόνο αυτή η ήπειρος την καλλιεργεί ακόμα, απ' ό,τι ξέρεις. Κι εύκολα εξηγείται αυτό. Ας μην ξεπέσω τώρα σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Δεν τα μπορώ αυτά τα δικά σας, τα κουλτουριάρικα. Αν και Πελοποννήσιος, λοιπόν, σου δηλώνω και πάλι με έμφαση ότι εγώ τη χαρά μου θα τη φωνάξω, θα την ουρλιάξω, θα την πανηγυρίσω, θα πάω να καρφωθώ πάνω στα κάγκελα με τα παιδιά.
Έχω ξεκινήσει την προετοιμασία από πολύ νωρίς. Έχω γυμναστεί, έχω νηστέψει, έχω ληστέψει τη ζωή μου, έχω κατέβει στο γήπεδο με βροχή και χιόνι. Έχω παίξει, έχω ματώσει, έχω βάλει το γκολ στις καθυστερήσεις, που τις έχω παίξει σαν μεγάλη ομάδα. Και θα με συμβουλεύσεις εσύ τώρα «σεμνά και ταπεινά»; Για ποιο λόγο; Γιατί; Μην τρομάξω ποιον; Αυτόν που επιθυμούσε και προσευχόταν να χάσω; Ή αυτόν που τα βλέπει όλα ωραία και καλά, γιατί φοβάται μήπως αλλάξει κάτι και χάσει τη βολή του και την ησυχία του; Έλα, λοιπόν. Δες πώς πανηγυρίζουμε εμείς οι νοτιοαμερικάνοι.
- Γιασου Πετρόπουλε, παιδί του Μπολιβάρ, δισέγγονο του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Γκάτο Μπαρμπιέρη. Γκαρίντσα!
-Δεν περίμενα τίποτα άλλο από εσένα. Ειρωνείες κι εξυπνάδες. Αστείος είσαι. Σαν τους ευρωπαίους ποδοσφαιριστές, που προσπαθούν να αντιγράψουν τους πανηγυρισμούς μας και μοιάζουνε σαν τα ενθουσιασμένα κοριτσάκια στο μπαλέτο. Άσε. Σας έχει διαφθείρει η Ευρώπη. Μεγάλη ζημιά. Χάνετε την εκφραστικότητά σας. Χανόμαστε ως φυλή, φίλε. Χανόμαστε.
-Πετρόπουλε, γιορτές έρχονται ηρέμησε.
Καλά. Ας τις αφήσουμε αυτές τις τρίπλες. Ας φύγουμε από το γήπεδο της Μπόκα κι ας έρθουμε στα δικά μας.
Μου έχει δώσει το φιλί αυτό το όμορφο κορίτσι. Η Νίκη-Τι ανθός τι γκρεμός τι αμάραντος - Να κάθομαι πώς; Πες μου εσύ, πώς; Σκυθρωπός, μελαγχολικός, σκεφτικός, κάτι σαν το νέο κύμα; Μαυροφορεμένος; Ταρτούφος με τις στάχτες στο κεφάλι; Γιατί; Έχεις ακουστά ότι τη φωτιά τη βγάζεις με φωτιά; Άρα και η χαρά θέλει τη χαρά της.
Και να σου πω και κάτι για να τελειώνουμε: Δε νομίζεις πως είναι γρουσουζιά να μη χαίρεσαι τη χαρά σου; Εγώ θα το πανηγυρίσω το γκολ κι ας χάνω και με 5 – 0. Το γκολ της τιμής. Το έχεις ακουστά. Θα έχω και το σύνθημα έτοιμο, χτυπημένο στο στήθος: Η Νίκη θέλει τα φιλιά της. Τη χαρά της. Τη μαγκιά της.