Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

«Θησαυρός» από γερμανικά μάρκα στην Τράπεζα της Ελλάδος

Πενήντα επτά σάκοι με 14.334.000 χαρτονομίσματα γερμανικών μάρκων Κατοχής, που εκδόθηκαν μεταξύ Μαΐου και...
 
 Αυγούστου 1941, βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι 57 σάκοι καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο στο θησαυροφυλάκιο του Ιδρύματος Εκτυπώσεων Τραπεζογραμματίων και Αξιών της Τραπέζης της Ελλάδος. Έπειτα από 71 χρόνια από την απόσυρση των γερμανικών μάρκων Κατοχής, η Διεύθυνση Εργασιών Δημοσίου της Τραπέζης της Ελλάδος ζήτησε από τη Διεύθυνση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τη σύσταση ε! πιτρ οπής σχετικά με τον έλεγχο και την υποβολή πρότασης για τη διατήρηση ή μη των χαρτονομισμάτων αυτών, με σκοπό να αδειάσει το θησαυροφυλάκιό της.


Ουσιαστικά, το έργο της εξαμελούς επιτροπής που αποτελείται από στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, εργαζομένους στο Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του υπουργείο Εξωτερικών και διευθυντικά στελέχη του Ιστορικού Αρχείου της Τραπέζης της Ελλάδος είναι η υποβολή εισήγησης για το αν συντρέχει λόγος για την περαιτέρω φύλαξη των 14.334.000 γερμανικών μάρκων Κατοχής, την τυχόν διάθεσή τους για άλλο�ς σκοπούς ή την καταστροφή τους, καθώς όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους «η αξία τους σήμερα είναι μόνο ιστορική».


Τα γερμανικά μάρκα Κατοχής σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν είναι σπάνιο χαρτονόμισμα και σύμφωνα με ειδικούς που μίλησαν στην εφημερίδα «Τα Νέα», ένα χαρτονόμισμα μπορεί να διατεθεί προς 50 ευρώ το ένα. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην ελληνική αγορά αφού ο αριθμός είναι μεγάλος και δεν θα βρεθούν τόσοι αγοραστές-συλλέκτες. Η διάθεση όμως στο εξωτερικό θα μπορούσε να γίνει, ενώ όπως �! �ολύ σωστά  αναφέρει στο ρεπορτάζ των "Νέων" ο Θανάσης Κουκάκης, η καταστροφή τους δεν είναι σε καμιά περίπτωση ενδεδειγμένη.


Τα γερμανικά μάρκα Κατοχής χρησιμοποιήθηκαν τους πρώτες μήνες της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα από τις δυνάμεις του Άξονα, με αναλογία 60 μάρκα Κατοχής προς 1 γερμανικό, οδηγώντας τους Έλληνες παραγωγούς στην εξαθλίωση.
ΠΗΓΗ