Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Μεταλάχθηκε σε Μάρθα Βούρτση ο ληστής-απαγωγέας της οικίας του Δώνη...Δεν φταίω εγώ..η κοινωνία φταίει που ληστεύω γέρους και παιδιά με καλάσνικοφ..

Σύμφωνα με την λογική του Αλβανού πάρτε όλοι από ένα καλάσνικοφ και μπουκάρετε μέσα στα ξένα σπίτια για πλιάτσικο.. Θύμα της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής ανισότητας δήλωσε στην απολογία του ο ληστής από την Αλβανία που εισέβαλε στο σπίτι του Γιώργου Δώνη και απείλησε την....


οικογέ�ειά του. Τι είπε στους αστυνομικούς. Η έλλειψη εργασίας και η τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ώθησαν τον 25χρονο Αλβανό σε αυτή την πράξη, όπως δήλωσε στην απολογία του την οποία δημοσιεύει πρώτο το e-shop της zougla.gr.

Κι όλα αυτά, ενώ απείλησε τα παιδιά και τους γονείς του προπονητή του ΠΑΟΚ. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι ο εγκέφαλος είναι ο συνεργός του, τον οποίο γνώρισε τον περασμένο Απρίλιο.

«Τις τελευταίες 12 ημέρες έμενα στο ξενοδοχείο ROY στην Αχαρνών. Από δουλειά είχα κάνει μερικά μεροκάματα σαν μπογιατζής και καθαριστής, αλλά ! όχι � �ολλά πράγματα. Επειδή δεν είχα δουλειά, έβγαινα στον δρόμο στην Αχαρνών και εκεί συναντούσα άλλους Αλβανούς. Εκεί γνώρισα και τον Νίκο, που μας πιάσατε μαζί. Αυτός μου είπε ότι θα με έπαιρνε μαζί του σε δουλειές με καλό μεροκάματο και αλλάξαμε τηλέφωνα. Μια ημέρα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να συναντηθούμε κατά τις εννιά το βράδυ στον σταθμό του τρένου. Πήγαμε προς Κηφισιά, αλλά δεν κάναμε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες ξαναπήγαμε προς τα πάνω, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα, γιατί μια γυναίκα που μπήκαμε στο σπίτι της μάς είδε και άρχισε να φωνάζει», δήλωσε στου� αστυνομικούς.

Όσο για το πώς έγινε η ληστεία στο σπίτι του Γιώργου Δώνη είπε: «Πηδήξαμε τα κάγκελα και μπήκαμε μέσα από την μπαλκονόπορτα. Εκεί ήταν μια κυρία, ένας κύριος, ένα παιδί, ένα μωρό και μια γυναίκα που καθάριζε. Εγώ έμεινα να τους φυλάω στο μπάνιο στον πάνω όροφο και ο Νίκο έψαχνε το σπίτι. Δεν είχαν περάσει παρά μερικά λεπτά, όταν ο άκουσα πυροβολισμούς, οι οποίοι προέρχονταν από τον κάτω όροφο. Πάνω στην ταραχή μου αποφάσισα να διαφύγω και πήδηξα από το μπαλκόνι στην αυλή. Εκεί είδα τον Νίκο να κρατάει τον κύριο από το σπίτι και μου είπε! να τ ον πάρω εγώ. Εγώ του έλεγα να τον αφήσουμε και αυτός μου έλεγε όχι, γιατί ήρθε η αστυνομία. Φύγαμε από το σπίτι μαζί με τον κύριο και μετά από λίγα μέτρα τον αφήσαμε και μπήκαμε σε ένα δάσος. Όταν βγήκαμε στον δρόμο, ανεβήκαμε μια ανηφόρα και πηδήξαμε τα κάγκελα ενός σπιτιού και κρυφτήκαμε. Μετά από λίγο ήρθε η αστυνομία και μας φώναζαν να παραδοθούμε και πάλι έπεσαν πυροβολισμοί. Εγώ εκεί έπεσα κάτω και με πιάσατε».