Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ
Το σ�ρογγυλοπρόσωπο κοριτσάκι παρακολουθούσε τη συζήτηση που αφορούσε τη ζωή του με την απάθεια ανθρώπου που έχει λύσει τις άμεσες βιωτικές ανάγκες και δεν βλέπει πέρα απ' αυτές. Το ζαχαρόνερο, που του είχε δώσει η μαμή, σε συνδυασμό με την εξάντληση από το κουραστικό ταξίδι προς το φως το είχαν αποχαυνώσει.
--
Ανάρτηση Από Γιούλια Ολόμπλαβα
της Ρένας Ραψομανίκη
Η κυρά- Βαρβάρα βγήκε ασθμαίνουσα από το δωμάτιο της λεχώνας και πέρασε τρεχάτη ό�ο το μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι.
Τρεχάτη που λέει ο λόγος δηλαδή, αφού ήταν απορίας άξιο πώς τα δυσανάλογα κοντόχοντρα ποδαράκια κατάφερναν να σηκώνουν το βάρος ενός τόσο πληθωρικού κορμιού. Οφείλει να παραδεχτεί κανείς, όμως, ότι ήταν εξαιρετικά ευκίνητη και, καθώς περπατούσε �! �ε πηδηχτό βήμα, τα τροφαντά στήθη – χάρη στα οποία είχε αποκτήσει και την ιδιότητα της τροφού δίπλα σ' εκείνην της μαμής – πηγαινοέρχονταν αγέρωχα πέρα δώθε αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας, ενώ οι τεράστιες περιφέρειες εκτελούσαν αρμονική ταλάντωση διαγράφοντας μια εντελώς ξεχωριστή καμπυλόγραμμη τροχιά.
Η κυρά- Βαρβάρα βγήκε ασθμαίνουσα από το δωμάτιο της λεχώνας και πέρασε τρεχάτη ό�ο το μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι.
Τρεχάτη που λέει ο λόγος δηλαδή, αφού ήταν απορίας άξιο πώς τα δυσανάλογα κοντόχοντρα ποδαράκια κατάφερναν να σηκώνουν το βάρος ενός τόσο πληθωρικού κορμιού. Οφείλει να παραδεχτεί κανείς, όμως, ότι ήταν εξαιρετικά ευκίνητη και, καθώς περπατούσε �! �ε πηδηχτό βήμα, τα τροφαντά στήθη – χάρη στα οποία είχε αποκτήσει και την ιδιότητα της τροφού δίπλα σ' εκείνην της μαμής – πηγαινοέρχονταν αγέρωχα πέρα δώθε αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας, ενώ οι τεράστιες περιφέρειες εκτελούσαν αρμονική ταλάντωση διαγράφοντας μια εντελώς ξεχωριστή καμπυλόγραμμη τροχιά.
Μια τροχιά που μικρή σχέση είχε μ' εκείνες που ζωγραφίζονταν στη σκέψη του άντρα που κάπνιζε αφηρημένος βηματίζοντας νευ�ικά στο σαλόνι. Εκείνες ήταν καθαρά αστρονομικές. Ο ήλιος βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της εκλειπτικής, χθες ήταν επίσημα το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μικρότερη μέρα, η πιο μεγάλη νύχτα. Από σήμερα θεωρητικά η μέρα έπαιρνε να μεγαλώνει, με πολύ αργό ρυθμό ωστόσο, μια κι ο ήλιος ήταν πολύ κουρασμένος κι έμοιαζε να θέλει να ξαποστάσει σ' εκείνο το σημείο. Μέσα στο καταχείμωνο, όσοι είχαν την ικανότητα να βλέπουν μακριά, καλωσόριζαν με αισιοδοξία τον νομοτελειακό ερχομό της άνοιξης. Αύριο, από την άλλη, ήτ�! �ν Χρ�! �στούγεννα. Τι οιωνοί ήταν όλα αυτά για το νεογέννητο που οι δυνατές στριγκλιές του τον είχαν μόλις πριν λίγο προσγειώσει απότομα από την ουράνια σφαίρα στην γήινη πραγματικότητα;
-Να σου ζήσει η Αγλαΐα, φώναξε η γυναίκα με όση δύναμη της επέτρεπε το κοφτό λαχάνιασμα.
Τινάχτηκε σαν ν' άκουσε κάτι απρόσμενο, προσπέρασε όμως το στιγμιαίο ξάφνιασμα.
-Είναι καλά;… Και οι δύο;�� Μπορώ να μπω;
Η λεχώνα – εξαντλημένη, αλλά νηφάλια – άκουσε τη συνομιλία και στο μυαλό της σήμανε συναγερμός. Έπρεπε με κάθε τρόπο να προλάβει τα τετελεσμένα.
Με ποιο δικαίωμα η κυρά-Βαρβάρα βιάστηκε να βαφτίσει το παιδί;
Με ποιο δικαίωμα η κυρά-Βαρβάρα βιάστηκε να βαφτίσει το παιδί;
Όλοι οι γνωστοί, της μαμής συμπεριλαμβανομένης, ερμήνευαν την μυτερή κοιλίτσα της σαν αλάνθαστο ! προά�! �γελο μιας αρσενικής γέννας. Μα και η μυστική συνομιλία που είχε, εννιά μήνες τώρα, με το σώμα της στο ίδιο συμπέρασμα κατέληγε. Τα συμπτώματα, σε τούτη την δεύτερη εγκυμοσύνη, ήταν πανομοιότυπα με την προηγούμενη. Είχε αποκτήσει μια σιγουριά πως θα γεννούσε ένα δεύτερο αγόρι που, δικαιωματικά, θα έπαιρνε το όνομα του πατέρα της. Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη το νεογέννητο βγήκε θηλυκό - ένα θηλυκό που έδειξε από την πρώτη στιγμή πως θα ήθελε να περνάει πάντα το δικό της. Δεν της κακόπεφτε, της μάνας, το φύλο του παιδιού, έτσι απρόβλεπτα όμως που ήρθε – στη θέση ε�ός υποτιθέμενου αγοριού - δεν της έδωσε τον χρόνο να ασχοληθεί με τ' όνομα. Όχι πως θα μπορούσε να αρνηθεί στον άντρα της να δώσει στο παιδί το όνομα της μητέρας του – δεν θα της το επέτρεπε η συντηρητική της αγωγή και η παραδοσιακή δομή της οικογένειας.
Αλλά… Αγλαΐα;
Η πεθερά της καταγόταν από την Ήπειρο και είχε κουβαλήσει ένα όνομα με ανοίκειο άκουσμα, φορτωμένο μ�! �λιστ! α με την αρνητική σημειολογία του θεάτρου σκιών. Ο Καραγκιόζης ήταν ένα παρεξηγημένο θέαμα στο νησί με την δυτικότροπη κουλτούρα. Ο κόσμος το σνόμπαρε με το να το αγνοεί. Οι συνθήκες μπορούν να εξηγούσαν αβίαστα το γιατί. Ο τόπος δεν είχε γνωρίσει τουρκοκρατία. Αυτό από μόνο του έκανε τις ιστορίες του πεινασμένου κουτοπόνηρου ραγιά, που μηχανεύεται τρόπους να επιβιώσει, να φαντάζουν ξενόφερτες. Δεν άγγιζαν μνήμες, δεν γεννούσαν συναισθήματα οι γκάφες των πρωταγωνιστών μόλις που προκαλούσαν βαριεστημένα χαμόγελα. Ακόμα και στην φιγούρα τ�υ σιορ-Νιόνιου κανένας ντόπιος δεν αναγνώριζε τον εαυτό του και η προσπάθεια του καραγκιοζοπαίχτη να μιμηθεί το τραγουδιστό γλωσσικό ιδίωμα έμοιαζε γκροτέσκα παρωδία της αυθεντικής κελαηδιστής ντοπιολαλιάς.
Οι Χωραΐτες – αρχοντολόι και ποπολάροι - είχαν το προνόμιο να παρακολουθούν λόγιες θεατρικές παραστάσεις στο κτίριο του θεάτρου που ήταν ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα δυσανάλογα μεγάλο σε σύγκριση με τον π! ληθυ�! �μό. Το γνήσια λαϊκό θέαμα όμως ήταν οι "ομιλίες". Ένα τυπικό θέατρο δρόμου που γρήγορα άφησε πίσω τις ρίζες - το κρητικό θέατρο και την Commedia dell' arte – κι άπλωσε κλαδιά δημιουργώντας ένα θέαμα που παιζόταν, κυρίως στην περίοδο των Αποκριών, στις πλατείες και τις ρούγες από μπουλούκια που κατέβαιναν από τα χωριά με τους μασκοφορεμένους αυτοδίδακτους ηθοποιούς έφιππους, σε άλογα με στολισμένα χάμουρα. Η θύμηση της τελευταίας ατάκας από την πιο δημοφιλή "ομιλία", με τίτλο "ο Κρίνος και η Ανθία", την έκανε να χαμογελάσει. Όπου ο άντρα� ηθοποιός που υποδύεται την Ανθία οργισμένος από την καταδίκη σε θάνατο του αγαπημένου της φασκελώνει με δύο ανοιχτές παλάμες προς το δικαστικό μέγαρο ξεφωνίζοντας :
"Τον Κρίνο εδικάσατεεεε; Όρσε τσοι δικαστάδες!"
Ανθία!
Να ένα ωραίο, ταιριαστό με την ντόπια παράδοση, όνομα για την κόρη της. Μα δεν μπορ�! �ύσε �! �α το διεκδικήσει για λογαριασμό της και το παιδί θα φορτωνόταν μια ζωή το όνομα της γυναίκας του Καραγκιόζη. Α, όχι αυτό δεν θα το επέτρεπε. Αφού δεν μπορούσε να το αποτρέψει, έπρεπε τουλάχιστον να το συμμαζέψει, να το σουλουπώσει, να το εξωραΐσει. Δεν ήταν δα και δύσκολο. Τι φιλόλογος θα ήταν άλλωστε αν δεν τα κατάφερνε να παίζει με τις λέξεις; Ένας αναγραμματισμός και ιδού!
Ο άντρας μπήκε χαμογελαστός στ� δωμάτιο. Της χάιδεψε τρυφερά το χέρι.
-Ήσουν πολύ γενναία.
-Μπορούμε να την φωνάζουμε Αίγλη;
Ξαφνιάστηκε. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει τη συγκεκριμένη στιγμή. Φανταζόταν ότι κάποτε θα ήταν υποχρεωμένος να διαπραγματευτεί ένα υποκοριστικό τύπου Αγλαΐτσα… Τίτσα… Λίτσα… Σίτσα… Το νησί έβριθε από γυναίκες με τέτοια απρόσωπα ονόματα. Ονόματα χωρίς ισ�! �ορία! , χωρίς καταγωγή, χωρίς προσωπικότητα. Μα, Αίγλη! Αυτό ήταν κάτι άλλο. Κούνησε εντυπωσιασμένος το κεφάλι του.
Αν το καλοσκεφτείς εμείς οι μαθηματικοί είμαστε κεφάλες. Ο φιλόλογοι μας βάζουν τα γυαλιά στο να λύνουν τα μικρά καθημερινά, ενόσω εμείς ασχολούμαστε με τα αστρονομικά.
-Το βρίσκω απόλυτα ταιριαστό για ένα τόσο φωτεινό μωρό.
Το σ�ρογγυλοπρόσωπο κοριτσάκι παρακολουθούσε τη συζήτηση που αφορούσε τη ζωή του με την απάθεια ανθρώπου που έχει λύσει τις άμεσες βιωτικές ανάγκες και δεν βλέπει πέρα απ' αυτές. Το ζαχαρόνερο, που του είχε δώσει η μαμή, σε συνδυασμό με την εξάντληση από το κουραστικό ταξίδι προς το φως το είχαν αποχαυνώσει.
Ένα όνομα είναι μόνο ένα όνομα.
Το ρόδο όπως και να το πεις πάντα ρόδο θα είναι, λέει στον Ρωμαίο από το μπαλκόνι η Ιουλιέτα .
Μα άλλο είναι να ξεκινάς την ζωή σου ως Αγλαΐα κι άλλο ως Αίγλη.
Ως Αίγλη μέχρι και ηρωίδα μυθιστορήματος μπορεί να γίνεις κάποτε.
--
Ανάρτηση Από Γιούλια Ολόμπλαβα