«Σκληρή» επιστολή στον Πρωθυπουργό, στους αρχηγούς των κομμάτων που στηρίζουν την Κυβέρνηση, αλλά και στους υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, απέστειλαν οι έξι δικαστικές Ενώσεις και επισημαίνουν την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της Δικαιοσύνης, ενόψει των δρομολογουμένων νέων περικοπών στις αποδοχές τους, ενώ παράλληλα υπογραμμίζουν τα προνόμια και τις φοροαπαλλαγές που έχουν οι βουλευτές. ...
Κατ΄ αρχάς, οι δικαστές τονίζουν ότι είναι «ιδιαίτερα ανήσυχοι όχι μόνον για την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας, αλλά και για την μεγάλη κοινωνική αναταραχή που επικρατεί το τελευταίο διάστημα, σε όλους τους χώρους και μάλιστα ακόμα και σε κατηγορίες και κλάδους, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα λειτουργίας της κρατικής μηχανής, όπως είναι οι κατηγορίες των ειδικών μισθολογίων». «Ιδιαίτερα ανήσυχοι», όμως, είναι και για «την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική Δικαιοσύνη, λόγω της δικαιολογημένης αντίδρασης των δικαστών στην αδιάλλακτη στάση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέες μειώσεις του μισθολογίου τους».
Παράλληλα, οι δικαστικοί λειτουργοί εκφράζουν εκ νέου «την έντονη ανησυχία τους, για την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης» και καλούν τον Πρωθυπουργό να «εξευρεθεί λύση, ώστε να επικρατήσει ηρεμία και να επανέλθει η ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων». Στην επιστολή, αφού γίνεται αναφορά ότι οι εκπρόσωποι των δικαστικών Ενώσεων εξάντλησαν όλα τα διαπραγματευτικά μέσα που είχαν, δηλαδή υπομνήματα, προτάσεις για ισοδύναμα μέτρα, κ.λπ., επαναλαμβάνουν τα περί συνταγματικής μισθολογικής ισότητας βουλευτών και δικαστών και κάνουν εκτενή αναφορά στα προνόμια που έχουν οι βουλευτές για την άσκηση του επαγγέλματος τους.
Μάλιστα, οι δικαστές παραθέτουν συγκριτικά στοιχεία για τις δαπάνες των δυο συνταγματικά ισότιμων εξουσιών. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται στη επιστολή: «Οι δαπάνες των ισότιμων με τους δικαστές μελών του Κοινοβουλίου (διατήρηση γραφείου, computer, δαπάνης διαμονής στην Αθήνα των βουλευτών της περιφέρειας, κ.λπ.) καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Βουλής, από τον οποίον καλύπτονται, επίσης και πολλά άλλα «προνόμια» των βουλευτών (μίσθωμα αυτοκινήτου με σύμβαση leasing, τέσσερις σταθερές τηλεφωνικές συνδέσεις και μία κινητού τηλεφώνου, παροχή εισιτηρίων αεροπορικών και ακτοπλοϊκών κ.λπ.) ιδιαίτερη αμοιβή, εκ ποσού 150 ευρώ ανά συνεδρίαση, για την συμμετοχή τους σε επιτροπές». Συνεχίζουν οι δικαστές ότι οι βουλευτές έχουν και «φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ο μεν ισότιμος με εκείνον αρεοπαγίτης να έχει παρακράτηση φόρου κατά μήνα 1.533 ευρώ, ο δε βουλευτής, παρακράτηση φόρου κατά μήνα 325 ευρώ».
Τέλος, «άκαμπτη» χαρακτηρίζουν οι Ενώσεις την «επιμονή της Κυβέρνησης να αγνοεί όλα τα ανωτέρω και να θέλει να επιβάλει επίπεδο μισθολογίου, το οποίο δεν θα επαρκεί ούτε για την στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωσή τους, έχει δημιουργήσει στους δικαστικούς λειτουργούς την πεποίθηση ότι οι σχεδιαζόμενες νέες μειώσεις των αποδοχών τους έχουν ως στόχο την γενικότερη υποβάθμιση της Δικαιοσύνης, καθώς και τον περιορισμό της ανεξαρτησίας και του ελεύθερου φρονήματος των δικαστών, γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει δικαιολογημένα, την αντίδρασή τους». Την επιστολή (η οποία κοινοποιείται και στον πρόεδρο της Βουλής) την υπογράφουν οι πρόεδροι των Ενώσεων: Δικαστών και Εισαγγελέων, Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου Επικρατείας, Διοικητικών Δικαστών, Εισαγγελέων Ελλάδος, Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου και Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κατ΄ αρχάς, οι δικαστές τονίζουν ότι είναι «ιδιαίτερα ανήσυχοι όχι μόνον για την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας, αλλά και για την μεγάλη κοινωνική αναταραχή που επικρατεί το τελευταίο διάστημα, σε όλους τους χώρους και μάλιστα ακόμα και σε κατηγορίες και κλάδους, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα λειτουργίας της κρατικής μηχανής, όπως είναι οι κατηγορίες των ειδικών μισθολογίων». «Ιδιαίτερα ανήσυχοι», όμως, είναι και για «την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική Δικαιοσύνη, λόγω της δικαιολογημένης αντίδρασης των δικαστών στην αδιάλλακτη στάση της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέες μειώσεις του μισθολογίου τους».
Παράλληλα, οι δικαστικοί λειτουργοί εκφράζουν εκ νέου «την έντονη ανησυχία τους, για την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης» και καλούν τον Πρωθυπουργό να «εξευρεθεί λύση, ώστε να επικρατήσει ηρεμία και να επανέλθει η ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων». Στην επιστολή, αφού γίνεται αναφορά ότι οι εκπρόσωποι των δικαστικών Ενώσεων εξάντλησαν όλα τα διαπραγματευτικά μέσα που είχαν, δηλαδή υπομνήματα, προτάσεις για ισοδύναμα μέτρα, κ.λπ., επαναλαμβάνουν τα περί συνταγματικής μισθολογικής ισότητας βουλευτών και δικαστών και κάνουν εκτενή αναφορά στα προνόμια που έχουν οι βουλευτές για την άσκηση του επαγγέλματος τους.
Μάλιστα, οι δικαστές παραθέτουν συγκριτικά στοιχεία για τις δαπάνες των δυο συνταγματικά ισότιμων εξουσιών. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται στη επιστολή: «Οι δαπάνες των ισότιμων με τους δικαστές μελών του Κοινοβουλίου (διατήρηση γραφείου, computer, δαπάνης διαμονής στην Αθήνα των βουλευτών της περιφέρειας, κ.λπ.) καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Βουλής, από τον οποίον καλύπτονται, επίσης και πολλά άλλα «προνόμια» των βουλευτών (μίσθωμα αυτοκινήτου με σύμβαση leasing, τέσσερις σταθερές τηλεφωνικές συνδέσεις και μία κινητού τηλεφώνου, παροχή εισιτηρίων αεροπορικών και ακτοπλοϊκών κ.λπ.) ιδιαίτερη αμοιβή, εκ ποσού 150 ευρώ ανά συνεδρίαση, για την συμμετοχή τους σε επιτροπές». Συνεχίζουν οι δικαστές ότι οι βουλευτές έχουν και «φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ο μεν ισότιμος με εκείνον αρεοπαγίτης να έχει παρακράτηση φόρου κατά μήνα 1.533 ευρώ, ο δε βουλευτής, παρακράτηση φόρου κατά μήνα 325 ευρώ».
Τέλος, «άκαμπτη» χαρακτηρίζουν οι Ενώσεις την «επιμονή της Κυβέρνησης να αγνοεί όλα τα ανωτέρω και να θέλει να επιβάλει επίπεδο μισθολογίου, το οποίο δεν θα επαρκεί ούτε για την στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωσή τους, έχει δημιουργήσει στους δικαστικούς λειτουργούς την πεποίθηση ότι οι σχεδιαζόμενες νέες μειώσεις των αποδοχών τους έχουν ως στόχο την γενικότερη υποβάθμιση της Δικαιοσύνης, καθώς και τον περιορισμό της ανεξαρτησίας και του ελεύθερου φρονήματος των δικαστών, γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει δικαιολογημένα, την αντίδρασή τους». Την επιστολή (η οποία κοινοποιείται και στον πρόεδρο της Βουλής) την υπογράφουν οι πρόεδροι των Ενώσεων: Δικαστών και Εισαγγελέων, Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου Επικρατείας, Διοικητικών Δικαστών, Εισαγγελέων Ελλάδος, Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου και Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.