Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Κυκλοφορεί: "Η ρωγμή", Γιώργος Κακούρος (Καστανιώτη)

Σε μια χώρα που δοκιμάζεται από κοινωνικές ταραχές και απειλείται από κατάρρευση, ο Άγις, ο εικοσιτριάχρονος ήρωας του βιβλίου, παραμένει αμέτοχος, μακριά από ιδεολογίες και κοινωνικούς αγώνες. Αν και γεννήθηκε σε μια χρονιά που θ' άλλαζε ο κόσμος, σε μια οικογένεια όπου το συλλογικό όραμα ήταν πάντα πάνω από το ατομικό, εκείνος μοιάζει από κάτι να έχει στοιχειωθεί. Είναι ο κίνδυνος να χάσει τη γυναίκα που αγαπά; Τα φορτία που επωμίστηκαν οι δικοί του άνθρωποι τα χρόνια που προηγήθηκαν; Το χάσμα στιςσχέσεις του με τους άλλους; Ή μήπως η ρωγμή που δίχασε κάποτε την ελληνική κοινωνία και δεν λέει να κλείσει; Τρία πρόσωπα, μια οικογένεια, τρεις γενιές, και ταυτόχρονα η ιστορία της Ελλάδας του εικοστού αιώνα, όπως γράφτηκε από τους εξεγερμένους αγρότες της δεκαετίας του '20 μέχρι τη γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά και όπως γράφεται από τους σύγχρονους νέους που δεν έχουν πλέον τίποτα για να πιστέψουν, ανήσυχοι για το μέλλον και αγανακτισμένοι για το παρελθόν.

Ο Γιώργος Κακούρος γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Πήρε πτυχίο μηχανολόγου μηχανικού του ΕΜΠ το 1980 και διδακτορικό δίπλωμα της École Centrale στη Λυών της Γαλλίας το 1984, στη ρευστομηχανική. Το διάστημα 1987-1998 εργάστηκε στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας ως ειδικός επιστημονικός συνεργάτης με αντικείμενο το σχεδιασμό και την υλοποίηση εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων και την αξιολόγηση τεχνολογικών ερευνητικών έργων. Από το 1999 μέχρι σήμερα εργάζεται στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) ως γραμματέαςτου Πανεπιστημίου. Επιπλέον, διδάσκει μαθήματα σχετικά με τη διαχείριση τεχνολογίας και καινοτομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Απόσπασμα από το βιβλίο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ιανουάριος '91: Tτο ατύχημα

Με περιμενε κάτω στο δρόμο, έξω απ' το σπίτι της. Το γνώριζα καλά αυτό το ύφος. Θ' ακολουθούσαν δύσκολες στιγμές. Η αλήθεια είναι πως έμεινα έκπληκτος όταν την άκουσα στο τηλέφωνο. Πού κατάλαβε πως ήθελα να της μιλήσω; Περνούσα ζόρικη φάση και ήταν η πρώτη που σκέφτηκα.

«Γιατί άργησες;» είπε θυμωμένα μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο. «Ήμουν σαφής πως ήθελα να σου μιλήσω επειγόντως. Είπαμε στις εφτά ακριβώς. Μ' έχεις στημένη μισή ώρα έξω. Πάγωσα».
«Μα γιατί περίμενες έξω; Σου είπα θα κορνάρω μόλις φτάσω. Μου τηλεφώνησες ξαφνικά κι έπρεπε ν' ακυρώσω την έξοδο που 'χα κανονίσει για σήμερα το βράδυ».
«Μπα, με καμιά γκόμενα είχες κανονίσει; Απ' αυτές τις ξενέρωτες κουλτουριάρες που νταραβερίζεσαι συνήθως; Σου κράτησε μούτρα που ακύρωσες το ραντεβουδάκι σας;»
«Δε σου πέφτει λόγος για τη ζωή μου! Δε με παράτησες;»
«Πώς δεμου πέφτει λόγος. Είμαι η γυναίκα της ζωής σου. Θυμάσαι; Όσες γκόμενες κι αν αποκτήσεις, δε θα ξεφύγεις ποτέ από εμένα».
«Πολύ αλαζονική σε βρίσκω. Δεν ήσουν έτσι. Άλλαξες τόσο πολύ μέσα σ' ένα εξάμηνο;»
«Μπορεί. Αφού δεν είχα εσένα δίπλα μου να μου λες πώς να συμπεριφέρομαι και τι είναι σωστό, πήρα κι εγώ το στραβό το δρόμο. Δεν είμαι πια comme il faut».
«Κάτι υπονοείς τώρα, αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να το ψάξω. Και ποιο είναι αυτό το κατεπείγον θέμα που έπρεπε να με δεις οπωσδήποτε σήμερα;»

Η ερώτησή μου, ως εκ θαύματος, διέλυσε την ένταση. Η ατμόσφαιρα άλλαξε ξαφνικά. Έβγαλε έναν αναστεναγμό κι ο θυμός της ξεφούσκωσε μεμιάς. Μου 'σκασε ένα λυπημένο χαμόγελο.

«Με συγχωρείς, ήμουν λίγο σκύλα πριν. Την πλήρωσες εσύ για άλλους. Είμαι φορτισμένη απ' το πρωί».
«Γιατί, τι έγινε;»
«Όχι εδώ. Πάμε κάπου να καθίσουμε να μιλήσουμε».

Είχε εξαφανιστεί εντελώς το επιθετικό της ύφος. Έμοιαζε λυπημένη και κουρασμένη, ένα κορίτσι που χρειαζόταν στοργή και παρηγοριά. Με πλημμύρισε τρυφερότητα. Ό,τι και να μας χώρισε, πιο πολλά μάς ενώνανε. Ήθελα να την αγκαλιάσω, αλλά δεν ήξερα πώς θα το 'παιρνε. Πήγαμε στο «Sweet Home», στην παραλία του Φαλήρου. Ευτυχώς, δεν είχε πολύ κόσμο αυτή την ώρα. Καθίσαμε μπροστά στην τζαμαρία με θέα στο φαληρικό όρμο. Η θάλασσα αναδευόταν λαμπυρίζοντας στο σκοτάδι. Ένιωσα τη γαληνευτική της δύναμη. Κοίταξα τη Γιάννα. Το βλέμμα της είχε χαθεί στο σκοτεινό ορίζοντα. Ήρθε �ο γκαρσόνι. Ούτε το πρόσεξε. Παρήγγειλα δυο μέτριους ελληνικούς για να της αφήσω περιθώριο να χαλαρώσει.

«Άντε, λέγε τι έγινε», είπα βλέποντας πως μπορεί να περνούσαν ώρες έτσι.

Επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα. Συνειδητοποίησε τη φράση μου και τα μεγάλα μάτια της άστραψαν από οργή. Σαν λιονταρίνα έτοιμη να επιτεθεί, σκέφτηκα γοητευμένος.

«Με διαγράψανε τα τσογλάνια», φώναξε άγρια.

Δυο τρία κεφάλια απ' τα διπλανά τραπέζια γύρισαν και μας κοίταξαν.

«Πιο σιγά», είπα. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα τα μάθουν όλοι».
«Καλά», χαμήλωσε τη φωνή της αλλά όχι και την οργή της. «Είχαμε συνάντηση της οργάνωσης βάσης της Νεολαίας Νέας Σμύρνης σήμερα. Συγκλήθηκε έκτακτα με θέμα τα προβλήματα ενόψει του συνεδρίου το Φλεβάρη υποτίθεται. Γίνεται χαμός στο Κόμμα. Ο γραμματέας πλακώνεται με τον πρόεδρο και πίσω τους ακολουθούν οι άλλοι. Κι εμείς μαζί. Μισοί από 'δω, μισοί από 'κει. Χωριστήκαμε σε ανανεωτικούς και συντηρητικούς. Μπορεί να τα διάβασες σε καμιά αστική φυλλάδα, αν και ξέρω πως στα παλιά σου τα παπούτσια όλα α�τά».
«Σωστά. Εγώ δεν άλλαξα αφού χωρίσαμε».
«Κόψ' το πια αυτό το "αφού χωρίσαμε". Είναι εκνευριστικό. Ξεκόλλα. Πήγαμε παρακάτω. Χωρίσαμε μόνο με τη στενή έννοια. Είσαι πάντα ο κολλητός μου. Ο πρώτος άντρας στη ζωή μου κι από μια άποψη παντοτινός. Τι άλλο πια να σου πω για να σου δείξω πόσο σημαντικός μού είσαι; Δε σου λέει τίποτα πως εσένα σκέφτηκα πρώτο να τα πω απόψε;»
«Καλά, λέγε, ακούω χωρίς σχόλια», είπα λειωμένος απ' την απρόσμενη εξομολόγηση.
«Η συνάντηση οργανώθηκε στα ξαφνικά. Με ειδοποίησε χθες βράδυ ένα τσιράκι του γραμματέα. Του είπ�! � πως λείπουν πολλοί λόγω γιορτών και να την αναβάλουμε καλύτερα για Δευτέρα, πως επιβάλλεται κιόλας αν τα θέματα είναι τόσο σοβαρά που να δικαιολογούν έκτακτη σύγκληση. Μου απάντησε ψυχρά πως δεν είμαι αρμόδια να προτείνω. Ούτε να προτείνω δε μ' άφησαν οι αυτάρχες. Ο γραμματέας αποφάσισε. Τέλος! Αποφασίζουμε και διατάζουμε. Ήταν απ' τους πρωτεργάτες των διαγραφών στη νεολαία το '89 και το '90. Απορώ πώς την γλύτωσα τότε».
«Συντηρητικός υποθέτω».
«Τι συντηρητικός, η λέξη χάνει τη σημασία της σ' αυτόν. Ακόμα κι οι δικοί του τον βρίσκουν ακραίο».
«Κα�ά, συνέχισε, μην κολλήσουμε τώρα σ' αυτόν».
«Όχι, έχει σημασία για τη συνέχεια. Αυτός που τηλεφώνησε μου πέταξε στο τέλος και μια απειλή: να προσέχω γιατί θα φάω το κεφάλι μου μ' αυτά που κάνω. Μου το 'κλεισε κατάμουτρα πριν προλάβω ν' απαντήσω. Ο γελοίος! Κατάλαβε πως θα τ' άκουγε και βιάστηκε να το κλείσει. Ο θρασύδειλος!»
«Ηρέμησε, έρχονται οι καφέδες».

Είχε υψώσει τη φωνή της πάλι και το γκαρσόνι που ερχόταν κοντοστάθηκε. Μόλις σταματήσαμε, μας πλησίασε, μας σέρβιρε στα γρήγορα κι εξαφανίστηκε. Η Γιάννα ήπιε μια γουλιά και το βλέμμα της κόλλησε ξανά στη θάλασσα. Δεν την διέκοψα αυτή τη φορά. Θα περίμενα όσο χρειαζόταν.

*Το μυθιστόρημα του Γιώργου Κακούρου, "Η ρωγμή", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δείτε το βίντεο