Αφορμή για αυτό το κείμενο μού έδωσε μια πρόσφατη επίσκεψή μου σε μια παραμεθόρια περιοχή της Ελλάδας. Η ταβέρνα απ' έξω είχε τουρκικό όνομα. Οι πελάτες μπαίνοντας στο μαγαζί ευχόντουσαν όλοι τους στα ελληνικά «Χρόνια Πολλά». Στα τραπέζια μιλούσαν άλλες παρέες ελληνικά και άλλες τουρκικά. Το αφεντικό και οι σερβιτόροι μιλούσαν μέσα στην αίθουσα αποκλειστικά ελληνικά αλλά μόλις περνούσαν στην κουζίνα, έτυχε να κάθομαι δίπλα, μιλούσαν αποκλειστικά τουρκικά. Το ραδιόφωνο έπαιζε τραγούδια από ένα σταθμό ελληνικό, όμως η τηλεόραση, ψηλά και ορατή από παν�ού, με κλειστό τον ήχο έπαιζε ένα τούρκικο κανάλι. Όχι τούρκικα σήριαλ, ένα κανονικό κανάλι με ειδήσεις, διαφημίσεις, εκπομπές.
Ανατρίχιασα. Σκέφθηκα: Η βουβή τηλεόραση είναι ο Μπίγκ Μπράδερ της κρυμμένης τους ταυτότητας! Ποια είναι η επιρροή αυτής της βουβής γλώσσας που, κάτω από την επικυριαρχία της ελληνικής ως δημόσιας γλώσσας, δηλώνεται; Πόση δύναμη έχει αυτή η γλώσσα που δε μιλιέται φωναχτά αλλά που διαβάζεται στα χείλη; Ποια η διπλή ταυτότητα, ποιό το αίσθημα του καταπιεσμένου και η λανθάνουσα οργή σε όσους Έλληνες πολίτες κυριαρχεί η εντύπωση ότι δεν τους επιτρέπεται η δημόσια έκφραση της γλώσσας και του πολιτισμού της καταγωγής τους;
Ανέτρεξα πίσω σε άλλες στιγμές της ιστορίας της Ελλάδας όπου η βίαιη επιβολή της ελληνικής -ως της μοναδικής γλώσσας- προκάλεσε τον βίαιο «εξελληνισμό» αλλά και τον υποχρεωτικό ξενιτεμό ελλήνων πολιτών, όπως για παράδειγμα των κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας που μιλούσαν «μακεδονικά» και μεγάλου αριθμού τουρκογενών ελλήνων της Θράκης.
Ακόμη και μεταξύ των αμιγώς Ελλήνων είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των Ποντίων που ενώ μιλούσαν μια αρχαία εκδοχή της ελληνικής μεταξύ τους, δεν την μάθαιναν στα παιδιά τους για να μην «στιγματισθούν» στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Το τραύμα του συλλογικού αποκλεισμού, που μεταδόθηκε μάλιστα από γενιά σε γενιά, νομίζω ότι υπάρχει και στα τέσσερα παραδείγματα που ανέφερα παραπάνω. Χωρίς να απομακρύνομαι από την ιδέα ότι η γλώσσα είναι ο κύριος φορέας ενός πολιτισμού και από την αρχαιοελληνική αντίληψη ότι «Έλληνες είναι οι της ελληνικής παιδείας �ετέχοντες», ρωτώ: δεν θα αποδεχθεί καλύτερα την ελληνική γλώσσα και παιδεία ως γενικό άξονα της κοινωνίας μας και της ζωής του το παιδί που προερχόμενο από μια άλλη εθνότητα θα νιώσει ότι θεσμικά αναγνωρίζεται η πολιτισμική αξία της γλώσσας καταγωγής του;
Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό και δεν αφορά μόνο τους τουρκόφωνους έλληνες υπηκόους. Αφορά και όλα τα αλλοδαπά παιδιά που ήρθαν μικρά στην Ελλάδα ή γεννήθηκαν εδώ, διαμένουν εδώ, μιλούν μέσα στο σπίτι τη γλώσσα καταγωγής, «σαν κρυφό σχολειό» και που αργά ή γρήγορα είτε γιατί θα το αποφασίσουμε σαν κοινωνία είτε γιατί θα μας το επιβάλουν οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί θα αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα.
Θέλουμε Έλληνες πολίτες με μια φανερή και μια κρυφή ταυτότητα;
Το πρόβλημα είναι μεγάλο και η Ελλάδα, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, είναι πλέον και θα παραμείνει, όπως είναι το παρόν και το μέλλον όλων των δυτικών κοινωνιών, πολυφυλετική, πολυθρησκειακή, πολυγλωσσική. Καιρός επιτέλους να διαγνώσουμε έγκαιρα το πρόβλημα και να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφύγουμε τα μεγαλύτερα δεινά. Ας θυμίσω ως τραγικά παραδείγματα της ουσιαστικής αποτυχίας στην ένταξη τις βόμβες στον υπόγειο του Λονδίνου και τον εμπρησμό των Παρισινών περιχώρων από ενταγμένα στην αντίστοιχη γλώσσα παιδιά μεταναστών που όμως θεωρο�σαν ότι ανήκουν σε άλλον, καταπιεσμένο και, κατά συνέπεια, εξιδανικευμένο πολιτισμό.
Ο ρόλος του σχολείου που θα αναγνωρίζει και που θα διδάσκει κατ' επιλογήν και τις άλλες γλώσσες και τους συναφείς πολιτισμούς είναι τεράστιος. Εχει ήδη υπάρξει στην πατρίδα μας το πετυχημένο πείραμα στην Θράκη που επέτρεψε να παραμείνουν μέσα στο σχολείο παιδιά που σε άλλη περίπτωση θα το είχαν εγκαταλείψει νωρίς. Το πείραμα έχει ιδιαίτερα κατηγορηθεί από τις συντηρητικές και φασιστικές παρατάξεις που θέλουν την επιβολή μιας κλειστού τύπου ελληνικότητας με τ�! � βία και που αγνοούν το πόση βία μπορεί να ενσταλάξει ο ακρωτηριασμός της ταυτότητας ενός ατόμου, πόσο μάλλον μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Γιατί η ταυτότητα, για να έχει γερές βάσεις, πάντα πρέπει να τιμά και την ταυτότητα των γεννητόρων.
Το ζήτημα λοιπόν τελικά δεν είναι εκπαιδευτικό αλλά πολιτικό. Η θα παραμείνουμε μια κοινωνία αποκλεισμών και διχασμών αφήνοντας τις βουβές γλώσσες να θεριεύουν μέσα στο μυαλό πολλών συμπολιτών μας ή θα επιτρέψουμε την ανοιχτή και διαλεκτική πολυφωνία για να επιχειρήσουμε τη σύνθεση της «ελληνικότητας»της εποχής μα�, για όλους.
*Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος - ψυχαναλυτής.