Εκτενές ρεπορτάζ για την υπόθεση Παπακωνσταντίνου και τη λίστα Λαγκάρντ φιλοξενεί η αμερικανική εφημερίδα New York Times....
Οι New York Times αναφέρονται διεξοδικά στο σκάνδαλο Παπακωνσταντίνου, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζουν «δράμα β΄ διαλογής», υπογραμμίζοντας ότι το πραγματικό πρόβλημα, είναι η αδυναμία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού να συλλέξει τους φόρους από «έχοντες και κατέχοντες».
«Το φορολογικό σκάνδαλο που κυριάρχησε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των διακοπών», αρχίζει χαρακτηριστικά το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας, «είχε όλα τα στοιχεία ενός δράματος β΄ διαλογής: ένας πρώην υπουργός Οικονομικών κατηγορήθηκε ότι έσβησε τα ονόματα συγγενών του από ένα CD, το οποίο περιείχε τα στοιχεία χιλιάδων πιθανών Ελλήνων φοροφυγάδων».
«Μέσα σε λίγες ώρες», συνεχίζουν οι NYT, «ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος τον πέταξε από το κόμμα. Ο κ. Παπακωνσταντίνου, με τη σειρά του, υπαινίχθηκε απειλώντας ότι έπεσε θύμα μιας πλεκτάνης σε ανώτατο επίπεδο».
«Κι ενώ η θύελλα που ξέσπασε θα ήταν κατάλληλη για ένα κάποιο πολιτικό θεατρικό έργο, απέσπασε την προσοχή από ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: η Ελλάδα, λένε οι ξένοι πιστωτές της, έχει πέσει δραματικά έξω όσον αφορά τους στόχους είσπραξης φόρων, ενώ εξακολουθεί να μην κινείται αρκετά αποφασιστικά για τον έλεγχο της εκτεταμένης φοροδιαφυγής- επί μακρόν ανεκτή, ειδικά στις τάξεις των πλουσίων πολιτών της χώρας».
«Οι έλληνες αξιωματούχοι είχαν συμφωνήσει στους συγκεκριμένους στόχους πέρυσι, στο πλαίσιο ενός διεθνούς πακέτου στήριξης, αλλά δεν υπάρχει καμία κύρωση για το ότι τους απέτυχαν. Προσφάτως ωστόσο, δύο εκθέσεις των ξένων δανειστών της Ελλάδας κατέδειξαν ότι η Αθήνα είχε εισπράξει λιγότερα από το μισό από τον επιπλέον φόρο εισοδήματος απ' ότι αναμενόταν πέρυσι, ενώ είχε διενεργήσει λιγότερους από τους μισούς ελέγχους που έπρεπε να κάνει.
Σύμφωνα με τη μία έκθεση», αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, «η Αθήνα είχε εισπράξει λιγότερα από 1,3 δισ. δολάρια (1 δισ. ευρώ) επιπλέον φόρων από τα 2,6 δισ. (1,98 δισ. ευρώ) που ήλπιζε ότι θα εισέπραττε το 2012. Μόλις 88 μεγάλοι φορολογούμενοι εξάλλου, ανάμεσά τους εταιρείες, υπήρξαν αντικείμενο εκτεταμένων ελέγχων, πολύ κάτω από το στόχο των 300 που είχε τεθεί, ενώ μόλις 467 έλεγχοι πλουσίων ιδιωτών είχαν ολοκληρωθεί έναντι του αρχικού στόχου των 1.300.
«Η εύθραυστη, τρικομματική κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά εξακολουθεί να ομνύει ότι θα πατάξει τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή», γράφουν οι ΝΥΤ. «Σε μια ωμή εκτίμησή της ωστόσο η task force των δανειστών της Ελλάδας τον περασμένο μήνα διαπίστωνε ότι «αυτές οι αλλαγές δεν έχουν φέρει ακόμα αποτέλεσμα, όσον αφορά τη βελτίωση του φορολογικού ελέγχου και της είσπραξης φόρων». Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η αδυναμία να κυνηγηθούν με τρόπο επιθετικό οι φοροφυγάδες, οξύνει τις κοινωνικές εντάσεις».
«Σε ξεχωριστή έκθεσή τους, Ευρωπαϊκή Ενωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξάλλου εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με την «αδράνεια των αρχών και το γεγονός ότι η ώθηση για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής των πολύ πλουσίων και των ελεύθερων επαγγελματιών κινδυνεύει να εξασθενίσει».
«Η έκθεση προσέθετε ότι οι συνολικοί φόροι που δεν είχαν αποδοθεί ανέρχονταν στο ποσό σχεδόν των 70 δισ. δολαρίων (54 δισ. ευρώ), περίπου το 25% του ελληνικού ΑΕΠ. Μόνο το 15 με 20% ωστόσο του ανωτέρω ποσού είναι εισπράξιμο, είτε γιατί έχει εκπνεύσει η προθεσμία, είτε γιατί οι παραβάτες δεν διαθέτουν τα χρήματα».
«Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η φοροδιαφυγή των πλουσίων», λέει η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ζωή Κωνσταντοπούλου στους NYT. «Το πρόβλημα είναι η φοροδιαφυγή των πλουσίων με τη συνέργεια και την αρωγή αυτών που κυβερνούν».
Η αμερικανική εφημερίδα προειδοποιεί ότι «παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έλαβε τα τόσο απαραίτητα για να αποτραπεί η χρεοκοπία της 45 δισ. ευρώ τον περασμένο μήνα, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Αθήνα δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχρεώσει τα χρέη της, εκτός αν κυνηγήσει πιο δυναμικά τα δισεκατομμύρια που κάποιοι χρωστούν σε φόρους».
Οπως υπογραμμίζει με νόημα η αμερικανική εφημερίδα, «οι εκθέσεις δημοσιεύθηκαν λίγο πριν τις κατηγορίες κατά του κ. Παπακωνσταντίνου τον περασμένο μήνα, ότι διέγραψε τα ονόματα τριών συγγενών του από τη λίστα Λαγκάρντ». Ακολουθεί μία συνοπτική, πλην λεπτομερής καταγραφή των βασικών δηλώσεων από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης Παπακωνσταντίνου.
«Οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί», συνεχίζουν οι ΝΥΤ, «ανήκαν σε μία ξαδέρφη του κ. Παπακωνσταντίνου, τον σύζυγό της, καθώς και τον σύζυγο μιας άλλης ξαδέρφης. Τη Τετάρτη, η ξαδέρφη, Ελένη Παπακωνσταντίνου-Σικιαρίδη, παραιτήθηκε από τη θέση της στο ταμείο αποκρατικοποιήσεων, υποστηρίζοντας σε επιστολή της ότι τα χρήματα που είχε στον ελβετικό λογαριασμό της HSBC, ήταν «νόμιμος πλούτος» αυτής και του συζύγου της.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου αρνείται κατηγορηματικά τις κατηγορίες και δηλώνει ότι ως υπουργός Οικονομικών μεταξύ 2009-2011, εργάστηκε για την πάταξη της φοροδιαφυγής. «Παρέδωσα στις αρμόδιες αρχές όλα τα αρχεία που έλαβα από τις γαλλικές αρχές», δήλωσε σε e-mail του. «Δεν είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω ότι οι αρχικές πληροφορίες που έλαβα το 2010 περιείχαν τα εν λόγω τρία αρχεία», προσέθεσε.
«Αν το πρωτότυπο είναι αυθεντικό με το νέο αντίγραφο που εστάλη από τις γαλλικές αρχές δύο εβδομάδες πριν, αυτό σημαίνει ότι κάποιος αφαίρεσε τα ονόματα αφότου παρέδωσα τα αρχεία», υποστηρίζει.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου δήλωσε στη Βουλή τον περασμένο Νοέμβριο ότι είχε ζητήσει από τον επικεφαλής του ΣΔΟΕ εκείνη την περίοδο να διεξάγει έρευνα για τα ονόματα των κατόχων των 20 μεγαλύτερων λογαριασμών της λίστας. Στη συνέντευξη μέσω e-mail, υποστηρίζει ότι βοηθός του γραφείου του συγκέντρωσε τα συγκεκριμένα ονόματα, τα οποία αναλογούν στο ήμισυ περίπου των χρημάτων στους λογαριασμούς.
Φοβόταν, όπως είπε, να δώσει όλα τα 2000 ονόματα στις αρχές οικονομικής δίωξης, φοβούμενος ότι θα διέρρεαν. «Είναι σίγουρα πιο εύκολο να διασφαλίσεις μία έρευνα για 20 άτομα, παρά για 2.000», λέει.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου κατέθεσε ότι έδωσε ακολούθως όλο το αρχείο τον Ιούνιο του 2011 στον επικεφαλής του ΣΔΟΕ, τον Ιωάννη Διώτη, ο οποίος ακολούθως τον έδωσε στο διάδοχο του κ. Παπακωνσταντίνου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, σημερινό επικεφαλής των Σοσιαλιστών και πολιτικό αντίπαλο του κ. Παπακωνσταντίνου.
Ο κ. Διώτης υποστήριξε ότι ο κ. Βενιζέλος δεν του έδωσε οδηγίες να διεξάγει έρευνα για τα ονόματα της λίστας. Ο κ. Βενιζέλος ισχυρίστηκε ότι ο κ. Διώτης του είχε πει ότι το υλικό δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γιατί είχε αποκτηθεί παρανόμως. Ο κ. Βενιζέλος προσέθεσε ότι είχε δώσει το USB στον πρωθυπουργό κ. Σαμαρά, τον περασμένο Οκτώβριο, αφότου ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι οι αρχές δεν μπορούσαν να βρουν την αρχική λίστα».